ξέρεις, αυτό που ξέχασα να σου πω είναι ότι σύμφωνα με τον Ιταλό οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, νικητές ή διαβάτες, πλάσματα της νύχτας ή του πιο λερωμένου και φθαρμένου μεσημεριού, είμαστε εμείς, δηλαδή εμείς όπως το παρελθόν και το μέλλον μας, η βαθιά και στέρεη ανάγκη μας να βρεθούμε καταμεσής αυτού του φαντασμαγορικού φαινομένου που λέγεται ζωή, εγώ και δύο παιδιά, μία γυναίκα γινομένη σαν νύχτα Αυγούστου, Αγρίνιο, μία πόλη τυχαία και αφιλόξενη, ένα φτηνό στολίδι στον λαιμό της απόγνωσης, μία κάβα πριν το ξημέρωμα, ένας στόλος γνωστών και αγνώστων, φωτογραφιζόμενων και μη, έτοιμων να πυρπολήσουν τις γέφυρες προς την διαφυγή, μπανταρισμένοι με χίλια ανώφελα ψέματα, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στο χρέος, γερμένοι πάνω στα κουπιά, το κύμα ψηλά ως τον φόβο της βύθισης ή της μεταλαβιάς από τα χέρια του θαύματος, να πίνω και η θάλασσα να αφρίζει, σαν όνειρο πριν την κραυγή, να πνίγομαι και το όνειρο να γίνεται η μοναδική μας αλήθεια, να ακολουθώ τα ψάρια μέχρι το έλεος και να μην ξέρω αν ήμουν ήδη εδώ, σε αυτό το ασυγχώρητο λάθος, πριν μάθω το όνομά μου, σε μια άγνωστη γλώσσα, σαν τον Θεό των ανθρώπων, ω! διάολε, αναγκάζομαι να υποταχτώ σε αυτό το απύθμενο πηγάδι των ιδεών μου, ένα κεφάλι δίχως κρίμα, δίχως ρήμα να τυφλώνει τα βήματά μου, με δίχως ποίημα που να μην βαρέθηκα να διαγράψω, άλλη μια Carlsberg κι άλλη μια και μετά, μετά, μετά, μετά, μετά, η ίδια ζάλη όπως θηριοδαμαστές που εναποθέτουν το κεφάλι τους στο στόμα του λιονταριού και προσεύχονται αυτή η θεσπέσια μουσική στο στήθος τους να μην τελειώσει ποτέ