κάθε βράδυ η μάχη
πως ζούμε μονάχοι
κάπως σαν νεκροί
στου Άδη μπροστά την tv

θάλασσα οι αθώοι
και βουνό οι φτωχοί
καθώς φλέγονται αντάμα
στου σαλονιού τη σιωπή

ώσπου σκάει η καρδιά
κι απ το παράθυρο φεύγει
κατεβαίνει όλο φόρα
να βρει μια άλλη ζωή

μπαίνει μες στο σκοτάδι
και ανάβει σαν μπόρα
να ξεπλύνει το αίμα
να στρίψει πάλι η γη

κι αν γραφτεί η ιστορία
κάποια ονόματα λείπουν
κάποια ονόματα λείπουν
Εμπρός! μουσική

διέγραψα την φωτογραφία
της αγάπης μου
έσκισα το ποίημα
που θα με κρατούσε ζωντανό
κι εκείνο το τραγουδάκι
της πρώτης επιθυμίας μου
δεν υπάρχει πουθενά

έσωσα τον εαυτό μου
από τα θηρία
κι ίσως ακόμη κι από μένα

περάσανε οι εποχές και μεις
δεν καταλάβαμε πως φύγαμε
πως ξεμακρύναμε μες στο σκοτάδι

διασχίζοντας τον έρημο αυτό δρόμο
μουδιασμένοι από τον τρόμο
φλεγόμενοι από την αγάπη μας

όπως γινόμαστε ξανά αληθινοί
έστω για μια μικρή στιγμή
καθώς συνεχίζουμε πάντα να φεύγουμε
ολοένα και πιο μακριά

χρωστάω στον κόσμο μία εξήγηση
δεν έχω τίποτα να προσθέσω
ικανοποιημένος δηλώνω
από όλα όσα χάθηκαν
κι από όλα εκείνα ακόμη
που επρόκειτο να χαθούν
μη θέλοντας τίποτα άλλο
παρά να απολαύσω με καθαρή καρδιά
αυτήν την τελεσίδικη περιδίνηση
μέχρι το τίποτα της καταγωγής τους

η θανάσιμη μοναξιά
επιστρέφει με κάθε καλό νέο
γιατί είναι πάντα πολύ πιο εύκολο
να είσαι νεκρός
ή να τον παριστάνεις πέφτοντας
από κάθε ταράτσα
αυτής της σκατούπολης, γκντουπ!
από τα εξαίσιά μας νιάτα
μέχρι αυτή την γελοία καρικατούρα
από το χάος ολόισια στο κενό
ενός ακόμη απογεύματος
αφού όποιος δεν με σέβεται
θα με λυπάται
και θα φοβάται πως αν τα καταφέρω
έστω και για μια στιγμή
ίσως αναγκαστεί να με αγαπήσει ξανά

το βουητό των φαρμάκων
η αντανάκλαση του πόνου
στον πόνο των άλλων
το χέρι ως φλέβα
κι η φλέβα ως αιωνιότητα
ενός μικρού απειροελάχιστου
εαυτού, κάτι σαν τρόμος
καθώς η μέρα ξεκινά και πάλι
και γω σκέφτομαι τι είναι αυτό
που μένει πάντα πίσω

έπειτα σιωπή, ατέρμονη γλυκιά
αφόρητη σιωπή, σκόνη πάνω στο φως

η τέχνη μάς έχει ήδη συμβεί

μες στην φυλακή ο καθρέπτης
είναι εργαλείο σωφρονισμού

αυτό το ποίημα όπως και όλα τα άλλα
είναι ένα εγχειρίδιο μοναξιάς

εκτός κι αν μάθουμε γιατί ζούμε
αν μονάχα το πιστεύαμε

είμαι σιγουρος πως κάποιοι
θα ψάξουν τα μυστικά μου

ίσως αυτός να είναι ο τρόπος
για να μην αποκαλυφθούν ποτέ

ποτέ δεν ημουνα ένα
ούτε έτσι ακριβώς

χιλιάδες πρόσωπα
κι άλλα τόσα ονόματα

όλα κοινά και ξενα
κάτι λιγότερο, κάτι ακόμη

κι η μερα ανεβαίνει
κι η νύχτα έλεος

σχεδόν ακατάληπτος
σίγουρα βλάκας

με όσους αγωνιούν
να καθιερώσουν

αυτον τον κάποιο εαυτό
και τη μοναδικότητά του

λες ένα κρίμα και σκοτώνεται ο άνθρωπος
περνάνε χρόνια, ξεχνιούνται τα μάτια του, η φωνή του
κι έπειτα απλά ο τυπικός χαιρετισμός
όταν τον συναντάς τυχαία στον δρόμο

ενοικιάζεται αμάξι για γάμους
αγροτικό για κηδεία
μπετονιέρα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών
εκσκαφέας για ξεκλήρισμα
μηχανάκι για ληστεία

ενοικιάζεται πατίνι για ζωή
άμαξα με άλογο για μια Κυριακή στο χωριό
ποδήλατο για στούκα στην τζαμαρία
skate για μια θέση με την νεολαία
γαϊδουράκι για τρίο

ενοικιάζονται όλα και για ότι επιθυμείς
ακόμα κι η πούτσα μου άμα θες για λίγο να σταθείς

κακόμοιρα πλάσματα
με την σωστή πάντα πλευρά
του παραμυθιού

κάλλιο κατάδικος
παρά δικαστής

κάλλιο ανέκδοτο
παρά ποιητής

κακόμοιρα πλάσματα
του λαμπρού σκηνοθέτη
σεναριογράφου
και στυλίστα μοντέρ

κάλλιο χωρίς ψυχή
παρά αγγελούδι

εν αναμονή του μεγάλου πολέμου
κάτι πράγματα μικρά
όπως ο ήλιος πάνω στα κλειστά βλέφαρα
ή το τέντωμα του χεριού μου στο κενό
αρκούν για να περάσει ευχάριστα ο καιρός
και να ετοιμαστώ για ότι κι αν σημαίνει αυτό

Αγαπημένη Κίττυ, πάλι πρέπει να μείνω εδώ. Κρυμμένος από όλους. Μακριά από την μεγάλη μοχθηρή Παρασκευή. Στο μπαλκόνι του καφενείου, τυλιγμένος στα τσιγάρα μου και ένα κόκκινο, κατακόκκινο τζόνι. Προσπαθώντας να υπερβώ τον λογαριασμό της βδομάδας, να ταπεινώσω το Σάββατο πριν ξημερώσει, να ελαφρύνω το πορτοφόλι μου και την καρδιά μου από τις πενταροδεκάρες τους. Να μυρίσω τους ανθρώπους και με την ουρά στα σκέλια, να βρω ξανά τον δρόμο, το σπίτι μου, την ερημιά των νυχτερινών βημάτων πριν προλάβω να φτάσω οπουδήποτε. Αγαπημένο μου γράμμα, η σιωπή είναι το καταφύγιο που φθονούμε. Για αυτό κάθε λέξη, κάθε ανόητο και πρόστυχο μουρμουρητό καταμεσής του στίχου, κάθε κουβέντα που σημαδεύει τον χρόνο με την αφέλεια της ανθρώπινης ζωής. Αν μονάχα μπορούσαμε να διαβάσουμε ή έστω να αφουγκραστούμε την ποίηση των αιώνιων βράχων, του χαλικιού την πολυσήμαντη μνεία, του βουνού του αδιαίρετου και του άσπιλου το έπος της παύσης και της ορθής της επανάληψης, εις τους ανέμους των χιλίων εποχών και των εκατομμυρίων άστρων. Ω! Μα πόση σιωπή μας συντροφεύει από ψηλά. Πόσο αδερφή και μάνα μας και πατέρας ημών, δοξαστικός, βουβός και ελεήμων άλεκτος κι αθόρυβος και ήσυχος σαν φιλί και χάδι χαώδους αγάπης και τρυφερότητας. Κατανόησης. Βαθιάς αναντίρρητης αποδοχής του τρόμου που φωλιάζει στα στήθια λίγων ωρών και μόνο σφιγμένων χειλιών, καταμεσής της γης. Στο τζάμι του παραθύρου οι άντρες μονομαχούν. Καπνίζουν, πέρδονται, πίνουν τα κέρατά τους και λίγο ακόμη, απογευματιάτικα, χειμωνιάτικα και πάσης υφηλίου. Η ζωγραφιά ενός δεινοσαύρου βρυχάται σιωπηλά στο ψυγείο με τις μπύρες. Τα νύχια είναι φτιαγμένα για να σκοτώνουν, το ίδιο και τα δόντια, το ίδιο και κάθε μυς που δεν αναφλέγεται αυτοβούλως. Όλα θα πάνε καλά μέχρι το οριστικό χτύπημα. Θα μεταφράσουμε τις πληγές μας σε λίγη φασαρία παραπάνω. Μπορεί και να αρπάξουμε την εξουσία από τον λαιμό και να την γονατίσουμε μπροστά στο ανάλαφρο αεράκι της απουσίας μας. Αδέρφια μου, γλυκόπιοτα και τρομερά αδέρφια, έχω στην πίστη μου τόση μα τόση σιωπή που φτάνει να θρέψω τον κοσμάκη ολόκληρο. Μείνε μαζί μου και σιωπά. Μέχρι ο ουρανός να θρυμματιστεί στην εικόνα ημών. Μέχρι το νέκταρ να ροδίσει πάνω στις άδηλες προθέσεις μας. Νιώθω πως έχω ήδη πληγωθεί θανάσιμα. Μπορώ πια να πιστέψω στην έκφραση του τελεσίδικου πόνου μου. Στην γνώση πως αγάπησα προδομένος από κάθε έπαλξη των συναισθημάτων μου. Αυτή η γαμημένη πασιφανής ακούσια αδιανόητη μαλακισμένη χαχαχα ω

τα ραφάλ απογειώνονται μέσα από το άδειο στομάχι
ένα ψημένο τοστ είναι δυο φορές τοστ
μπορείς πάντα να θεωρείσαι μεσαία τάξη αρκεί να το πιστεύεις
βάλτε την τηλεόραση στην τουαλέτα κι αφήστε το καζανάκι να τρέχει
η κωλοτρυπίδα μου νοσεί ψυχικά
το 41% δίπλα στην λέξη δικαιοσύνη;
ζωή μαγική! Netflix και ρύζι
ένα οικονομικό θαύμα ανά θηλιά
Ave Mafia! Koulis tecum!
πλέον βλέπουμε μόνο όνειρα όταν κοιμόμαστε
ήταν κάποτε ένας παπάς, ένας μπάτσος κι ένας βουλευτής
στην χούντα κοιμόμασταν. τελεία
νηστεία, Master Chef και προσευχή στην κλήρωση
στα πόσα επιδόματα λες κυβέρνηση;
μπουμ! ο θάνατος είναι δεξιός
μπουμ! ήμασταν όλοι τρομοκράτες
μπουμ! νόμιμη αυτοάμυνα του πλανήτη Γη
μπουμ! η σωστή πλευρά της λήθης

Ακούσαμε το να τανε το 21. Ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια. Τρίτη μέρα σπίτι οι δύο μας το πρωί. Μια μικρή ίωση με έναν ελαφρύ πυρετό. Στη συνέχεια έβαλα το κάτσε καλά του Μακεδόνα. Αν και το τραγούδαγε τις προάλλες αυτή την φορά δεν το ήθελε. Έκλεισε επιδεικτικά τα αυτιά του και μου ζήτησε ένα τραγούδι για τους Έλληνες. Πως μου ρθε έγραψα αντάρτικα και έβαλα το ήρωες της Δημητριάδη. Αφού το ακούσαμε ακολούθησα την προτεινόμενη λίστα και έπαιξε ο ύμνος του ΕΑΜ. Η γνωστή ανατριχίλα κάθε ακρόασής του έτρεξε ξωπίσω μου και φάνηκε να αρέσει και σε αυτόν. Κοιτώντας το τζάκι φανταζόμουν τις καρδιές αυτών των ανθρώπων. Σαν ασπιρίνη στο μέγεθος του ήλιου, που έλεγε κι ο ποιητής. Πριν τελειώσει το τραγούδι χτύπησε το κινητό. Ήξερα ποιος ήταν. Έκλεισα την μουσική και απάντησα, παρακαλώ. Η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν πολύ ευγενική και μου πρότεινε να βάλω έστω και ένα πενηντάρικο μέχρι το μεσημέρι. Έτσι θα διασφαλίζονταν η πιστοληπτική μου ικανότητα, οι τόκοι υπερημερίας και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα. Της είπα πως ίσως μέχρι την Παρασκευή. Ίσως την άλλη εβδομάδα. Δυσφόρησε και μου ζήτησε την άδεια να με ξανακαλέσει αύριο. Δεν της το αρνήθηκα μιας και η ίδια συζήτηση επαναλαμβάνοταν εδώ και μέρες. Είναι, από ότι φαίνεται, κι αυτό ένα μέρος από του αγώνα μας τα φώτα κι έτσι κι εγώ δεν μπορώ παρά να ακολουθώ πίστα.

ότι απέμεινε από τον πατέρα
είναι η μητέρα μου

δύο υγρά παραπονεμένα μάτια
δεν μπορούν να είναι εαυτός

αυτό ισχύει για τον καθένα

Είναι απλό. Η σκιά σου μεγεθύνει την αίσθηση του εαυτού, απογευματινός ήλιος, χειμωνιάτικος, ένα αργό ψιθύρισμα της σάρκας κι η σκιά αλαφρή σαν χνούδι. Μια απαλή επανένωση με τον περιβάλλοντα χώρο. Φιλήσυχες σκέψεις, μία ολοένα και πιο βέβαιη εύκολη αποδοχή. Ο ήχος της μπάλας που σκάει στο τσιμεντένιο γήπεδο, τα επιφωνήματα των παιδιών, η σφυρίχτρα του παραγγέλματος, το ποδοβολητό πάνω στο χώμα. Δύο γυναικείες φωνές που χαϊδεύονται ανέμελα. Αγέρωχες φιγούρες στις επάλξεις του ηλιοβασιλέματος. Από πίσω τα κτίρια κι αν είναι άσχημα και φασαριόζικα τι σε μέλλει; Κάμποσοι άνθρωποι ακόμα θα αναγκαστούν να δώσουν την οριστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά για σένα είναι κιόλας ένα πρόχειρο σχήμα για να ταξιδεύουν πιο γρήγορα τα σύννεφα, πάνω από τις άθλιες κεραίες στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Είναι πραγματικά υπερβολικά απλό. Από το βάθος του στομαχιού σου αναδύεται η αταραξία ενός παρελθόντος που έχει βρει πια την θέση του στον πάτο της λίμνης, απολαμβάνοντας το θρόισμα της αποδοχής κάθε αντικατοπτρισμού πάνω στην σκοτεινή χαλκοπράσινη επιφάνεια. Όμορφα κι ακίνητα, μες στην απαράμιλλή τους ζάλη, ένας γρίφος που μονάχα τα φρόνιμα κλεισμένα σου χείλη μπορούν να επιλύσουν. Η γνώση πως κάπου αλλού οι καταιγίδες γδέρνουν το τοπίο μέχρι το κόκκαλο, σκάβουν κι ανασύρουν νεκρούς και χαλάσματα ενός αστείρευτου πόνου, της ληθαργικής τραγωδίας ενός κόσμου διαιρεμένου στα αδυσώπητα και μοναχικά μας δάκρυα και η πεποίθηση πως εδώ, μόλις τώρα, αυτή η απειροελάχιστη εύφορη στιγμή είναι ένα ακόμα ανάχωμα μεταξύ μιας ζωής, της δικής σου προσωπικής ευτυχίας, της ζωής που αποφάσισες πως σου ανήκει και της αναπόφευκτης και τελικής λήθης.

ο μοναδικός κανόνας
όταν μοιράζεσαι την σιωπή σου
με κάποιον
είναι το να μην κάνεις υποθέσεις
ή εικασίες
για το τι μπορεί να λέει
να προσπαθείς να καταλάβεις
αν αυτή η σιωπή
εκπληρώνει τον στόχο της.
αν αδυνατείς να σεβαστείς
τον κανόνα αυτό
μπορείς απλά
να ανάψεις ένα τσιγάρο

η αποδοχή του πνιγμού μου
ήταν σωτήρια

πλέον μπορώ να χαρώ
τη θάλασσα
δίχως ενοχές
ή άλλες ανόητες επιθυμίες

κι ακόμα μπορώ
να φανώ επιτέλους χρήσιμος
σε όσους σιμώνουν

σαν προειδοποίηση
ή απλά σαν ευκαιρία αναψυχής
πάνω στο πρησμένο μου κουφάρι

Όταν ο πατέρας μου ήμουν παιδί δεν ήταν και κυρίως δεν μπορούσε να ήταν. Η αναπηρία ως πρωτοπορία ενός ακόμη ισχυρού μέλλοντος. Με τον ίδιο τρόπο που κάθε νέα γενιά, ο γιος μου, φοράει τα ακουστικά μου, ακούει την πλαστική χροιά των λέξεων που γλιστράνε από τα ρουθούνια μου, και γυρνάει το βλέμμα του στον ουρανό. Ένα αεροπλάνο δεν είναι πάντα κάτι που προσγειώνεται. Αρκεί μία ηχώ, μες στο ανεπαίσθητο υφαντό της ιστορίας, για να καταφέρει να ανακαλύψει το παρελθόν ως εφαλτήριο των πιο αναπάντεχων ονείρων. Με τον ίδιο τρόπο που με κοιτάζουν όσοι αδυνατούν να πιστέψουν πως είμαι ένα προοίμιο της πιο σπουδαίας φαντασίας που έχει πατήσει ποτέ το πόδι της στην γη. Λυπάμαι όταν τον κοιτώ παράλυτο και ξεμωραμένο, στο κρεβάτι από το οποίο θα κατέβει στο άπειρο. Κι όμως αυτή είναι η κληρονομιά μου. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πω πως η ολοένα αυξανόμενη κλίση αυτού του σαθρού εαυτού μπορεί να είναι κάλλιστα και η πολύτιμη καταγωγή μου. Ερχόμαστε από τα βάθη των ωκεάνιων ρηγμάτων, από την στάχτη που αιωρείται και κάθεται στα χείλη των ηφαιστείων, από την ανικανότητα να πεις το σαγαπώ και να δείξεις ευθεία στο μάτι ενός τροπικού τυφώνα. Είμαστε τα κακά, χαζά και αιώνια παιδιά. Μεγαλώνουμε στις καρδιές πυρηνικές εκρήξεις προδοσίας και φθόνου. Μάγισσες λεπτοδείκτες ξύνουν τα τρυφερά μας τραύματα μέχρι το αίμα να γίνει κόκκαλο και το κόκκαλο ήλιος. Μπορείτε πάντα να ορίζετε την προέκταση του χεριού μας ως το σύνορο μεταξύ φθοράς και απληστίας αλλά είναι πάντα αυτός ο Χριστός δείκτης της ελεημοσύνης από τον οποίο κάθε ιός ξεκινά, για να γυρίσει πίσω στον θάνατο.

Κοιτώ έναν φίλο στο παγκάκι μπροστά από την εκκλησία. Ο γιός μου τρέχει εδώ κι εκεί. Σκύβει μπροστά από ένα τετράδιο και γράφει. Προσπαθεί να τυλίξει μια αλυσίδα γύρω από έναν μεταλλικό βραχίονα. Κάθεται ακίνητος για ώρα κι έπειτα γράφει κάτι ξανά. Κουνιέται απαλά, σπρώχνοντας με τα πόδια του προς τα πίσω. Μεγάλωσε κι άσπρισε, μου φαίνεται πως πάχυνε ξανά. Με κοιτάζει και μου γελά και δείχνει να βαριέται. Όλοι μεγαλώσαμε. Τώρα χαζεύει ένα κοριτσάκι που μόλις ήρθε. Είμαστε κάμποσοι σε αυτή την πόλη που προσπαθούμε για κάτι αλλά είτε αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί, είτε απαιτεί μια ολοένα αυξανόμενη απόσταση μεταξύ μας. Έπιασε κουβέντα με το κοριτσάκι. Παραμένει σκυφτός πάνω από το τετράδιο. Έπιασαν κουβέντα και κάνουν μαζί γύρω γύρω και γελάνε. Σκύβω και γω πάνω από αυτό το κείμενο με την σειρά μου αλλά νομίζω πως αυτό που ήθελα έχει ήδη ειπωθεί. Το κορίτσι οδηγεί στο τιμόνι και είναι πειρατές σε μια περιπέτεια, μαζί. Όλοι σκύβουν μπροστά από κάτι στα γύρω παγκάκια. Μια σφήκα τον τρόμαξε και τρέχει. Εμείς δεν τρομάζουμε πια. Αγάπη μου, πέρασε η ώρα πρέπει να φύγουμε. Γειά σου. Γειά.

πέταξα την Κυριακή στα ξημερώματα
πέτρες, λάσπη, σκόνη, όλη νύχτα στο σκαμπό
τα όμορφα μυαλά καίγονται. τελεία
και ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι, ναι

βράδιασε πάλι και δεν έχω το κουράγιο
να βγάλω το κεφάλι μέσα από τα σκεπάσματα
ένας ακόμη άνθρωπος στο φεγγάρι κι απόψε

Δέκα χρόνια δεν είναι η κατανόηση της Λε Γκεν, ούτε ο στρόβιλος του Κορτάσαρ. Δεν είναι το χαμόγελο του Πρεβέρ, ούτε ο μαγικός κρύσταλλος του Γέροντα. Δεν είναι σίγουρα το όραμα του Ντικ, μήτε το λάβαρο του Όργουελ. Δεν είναι ο ύπνος του Γκέιμαν, ούτε το ξυράφι κάτω από την γλώσσα του Μουρ. Δέκα χρονάκια τότε τι είναι, κ. Βόνεγκατ; Δεν είναι ούτε μια σύμπτωση του Όστερ. Δεν είναι η σπουδή του περιπάτου του Βάλσερ. Δεν είναι καν τα βλέφαρα του Λειβαδίτη. Δεν τα λένε λέξη, κ. Μήτσορα. Δεν είναι η λύση του Τσιάνγκ. Δεν είναι η αλητεία του Νικολαΐδη. Δέκα χρόνια δεν φτάνουν ούτε μέχρι την εισαγωγή ενός μεταφραστή σε οποιοδήποτε βιβλίο του Πίντσον. Δεν γελάνε με τα αστεία του Γουάλας. Δέκα χρόνια βλέπουν τον Φάντε να έρχεται σιμά και ξαφνικά να χάνεται μες στο πλήθος. Είναι κάποιος σαν τον Μπουκ όπως φαίνεται από μακριά, αλλά όλοι μοιάζουν σε αυτόν από τέτοια απόσταση. Στην θέση του εμφανίζεται ο Ρόμβος παρέα με τον Αντωνάκο αλλά αυτό είναι ένα υπερβολικά πρόχειρο ψέμα και το ξέρω ήδη από την πρώτη χρονιά. Δεν είχα ποτέ την πίστη σε αυτό που λέγεται ζωή. Δέκα χρόνια δεν είναι ούτε η αιώρηση του Γουάιλντ πάνω από τις φτωχές μας μοίρες. Ο Μπένγιαμιν εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει τίποτα από αυτά. Δεν είναι κάποιο από τα προχειρογραμμένα χαρτάκια στην τσέπη του παντελονιού του Μπρεχτ. Ίσως, τα τέρατα του Μπάρκερ θα μπορούσαν να ήταν κάποια από αυτές τις τρεισήμισι χιλιάδες μέρες αλλά και πάλι δεν είναι. Ή μήπως η συντροφικότητα του Γαλανόπουλου ή κάποιου άλλου diy καταληψία έγκλειστου ονειροπόλου; Ούτε για αστείο. Και το τότε, τι είναι, επιτέλους, αυτά τα δέκα χρόνια, εδώ μέσα, κ. Ένα; Έτσι, λέω κι εγώ.

είναι αλήθεια πως νοικιάζεται
και πληρώνεις με ότι έχεις
σκέψεις, συναισθήματα, καλοσύνη
ή μίσος για τα όρια
που ο ίδιος επέβαλλες
τις πόρτες που ο ίδιος
θεώρησες ως διαπιστευτήρια
αυτού κι έτσι απλά μία μέρα
στερεύει ο λόγος από όνειρα
και καταλαβαίνεις πως ετοιμάζεσαι
να βγεις έξω από το μάτι
που σε συνδέει με κάθε τι
σαν κι αυτό και σαν τον καθέναν
κι εύχεσαι ο επόμενος που θα ρθει
να φερθεί με λίγη κατανόηση
στην σκόνη που απέμεινε ολόγυρα

λες πόλεμος και κοιτάζεις
τα ερείπια των πόλεων
τους πρόσφυγες στο κυνήγι
δυστυχία και οργή

βλέπεις τον θάνατο
στα πρόσωπά τους

λέω πόλεμος και αισθάνομαι
την παγερή μοναξιά μας
την ακατάσχετη σιωπή
δυστυχία και οργή

νιώθω τον θάνατο
στο πρόσωπό μου

κανείς δεν θα μάθει ποτέ ποιος ήσουν

όλη αυτή η συγκίνηση κι η αγάπη
δεν θα βρουν ποτέ
το αποχαιρετιστήριο νεύμα

όλη αυτή η τρέλα δεν θα καρπίσει ποτέ

κι αυτή είναι η πολύτιμή σου
διαθήκη σου

η σιωπή στην άκρη του δρόμου
στη γωνία του μπαρ
που δεν λέει τίποτα παραπάνω
από όσα πάντα κείτονταν εκεί

το στρεβλό χαμόγελο
μιας εύκολης παράδοσης
στην αποστροφή
του ίδιου του βλέμματος

οι ατελείωτοι μονόλογοι
μιας άδειας πλατείας
ενός ζεστού χειροκροτήματος
μιας ολοσκερώς παγωμένης σκηνής

όλοι αυτοί οι άνθρωποι
που πλησίασαν τόσο
ώστε η φωτιά να παραμείνει
ένα οικόσιτο
και άκακο ζώο

αυτή λοιπόν
είναι η πολύτιμή σου
κληρονομιά

ο άδειος δρόμος προς το σπίτι
όταν τίποτε
και κανείς
δεν βρισκόταν
εκεί
στο τέλος αυτής της διαδρομής

είσαι πια ολομόναχος

κι αυτό είναι κάτι
που ποτέ δεν πίστευες
ότι μπορείς πραγματικά
να καταφέρεις

κάνει τόσο κρύο
στούκας με καρφωμένη τρίτη
ένας ανεξήγητος λόγος
για να ομολογείς νύχτα
και πάλι ξημέρωμα
ξημέρωμα
εξημέρωμα
εξημέρωμα με μια τριχιά
στο λαιμό

δεν φανταζόμασταν το ρολόι
αλλά είμασταν σχεδόν σίγουροι
για το ταμείο και τα λοιπά κέρματα

είχαμε μια ζωή για να ζήσουμε
αλλά σχεδόν κανείς δεν κατάφερε

να μας πείσει
πως αυτή ήταν όντως ζωή

κι αφού δεν πάμε εμείς στον πόλεμο
θα έρθει ο πόλεμος σε μας

εδώ μες στο μικρό μου σαλόνι
θα δω την πόρτα να σπάει
και το αίμα να με παρασέρνει μακριά
ως την θάλασσα

κι όμως καθώς μεγαλώνω
μαθαίνω στα αλήθεια
να πετάω

πετάω την αλήθεια
πετάω το σωστό
πετάω την αγάπη μου
να φύγει μακριά μου
να λευτερωθεί

πετάω κυρίως
τον χρόνο
που δεν είναι πέταγμα
ή άδειασμα
αυτής της παμπάλαιας
και σκοτεινής
αποθήκης

κι όπως πετάω
προσγειώνομαι
όλο και πιο εύκολα
στην μοναχική μου
καρέκλα

ώρες ατέλειωτης
σιωπής

έτοιμος ανά πάσα στιγμή
να πετάξω οτιδήποτε
ή για οπουδήποτε
το λέει ακόμα η καρδιά μου

Πότε και κανένας δεν είναι μόνος πια. Η έρημος, αναποδογυρισμένη, στάζει, κόκκο τον κόκκο, μες στο σαλόνι ή την κρεβατοκάμαρα, κατατρώγοντας σπιθαμή προς σπιθαμή, με όλη την αυθάδη της κάψα και την παραμικρή υπόνοια φιλόξενης σιωπής, μία τυχαία πατρίδα σκέψης ή συναισθήματος, βγαλμένες από το απειροελάχιστο άπειρο της μοναδικής και ακέραιας σου στιγμής, καθώς αυτό που κοιτάς δεν είναι εκεί, όπως και συ εξάλλου, αλλά μονάχα η άμμος που μετράει την μοναξιά σου, που την μετονομάζει σε μοναξιά και όχι δέος ή χρόνο ή κενό, που παίρνει τα μάτια σου και τα καρφώνει στον λεπτοδείκτη της ύπαρξης ενός κόσμου πολύ μεγαλύτερου από όσο η καρδιά σου θα άντεχε κι απόψε, συνθλίβοντας ακόμη και τις ευγενέστερες προθέσεις σου στην ελπίδα της άφιξης αυτού του αιώνια ανεπίδοτου γράμματος από αυτόν τον κάθε οποιονδήποτε τυχαίο αποστολέα της αγάπης που πίστεψες πως υπάρχει, κάτω από όλους αυτούς τους τόνους σκόνης, συντριμμιών και τίποτα. Μια ακατάσχετη φλυαρία ανθρωπίνων περιττωμάτων, εικονικών σκουπιδιών και σάβανων ενός ήδη αρχαίου πολιτισμού. Κάθε σταγόνα βροχής έχει ήδη μεταλλαχτεί σε μια νεκρώσιμη ακολουθία ανεπαίσθητων βραχυκυκλωμάτων.

υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι καλός με τους άλλους
αλλά ο επικρατέστερος είναι να βρίσκεσαι μακριά τους

ο παράδεισος είναι ένα κρύο και μοναχικό μέρος
χρειάζεται να είσαι ένα πραγματικά πολύ σκληρό αρχίδι
για να μάθεις να ζεις και να την περνάς κάπως υποφερτά εκεί

άλλη μια μέρα
που έπρεπε να χτίσω έναν κόσμο
ολομόναχος

το ίδιο έκαναν
και όλοι οι άλλοι

το βράδυ
δεν ακούγονταν
πάρα το γάβγισμα ενός σκυλιού
από κάπου πέρα μακριά
οτιδήποτε κι αν είχαμε καταφέρει
είχε ήδη γκρεμιστεί

ξοδεύτηκα σε ένα κείμενο
λέξη τελεία. σιωπή
σε έναν καταιγισμό ποιημάτων
λέξη και λέξη και βροχή
έμεινα πιότερο μόνος
από όσο ξεκίνησα
λιγότερο έξυπνος παρά αθώος
με χέρια τρύπια από την προσφορά
ξεμακραίνω στον αιώνα
κανείς δεν πρόκειται να κατεβεί
ως την δίψα των αστεριών μου
άξιζε όμως και ο παραμικρός τόνος
ίσως ακόμη λίγο νερό
να ξεπλύνει το πρόσωπό μου

ενηλικιώνεσαι
μαθαίνοντας να αφαιρείς
τον πόνο
που δεν σου ανήκει

παρόλα αυτά
δεν τον πετάς
μα ούτε
και τον χαρίζεις

τον φυλάς
στην αριστερή τσέπη
του παντελονιού

έτοιμος
άνα πάσα στιγμή
να τον οικειοποιηθείς
ξανά
για χάρη της φιλοξενίας σου
σε αυτόν εδώ
τον κόσμο

γράφω
απο το λευκό χαρτί
μιλάω
από τον αέρα
μες στο στόμα

κοιτώντας σε
κατάλαβα
πως ποτέ
δεν θα καταφέρω
να μάθω κάτι

θα μαι πάντα
εκείνο
το μικρό αγόρι
άναυδο
μπροστά στο θαύμα
ενός κόσμου
που καταρρέει

τα τσιγάρα μου δε χωράνε πια στο δωμάτιο
το ίδιο και τα πόδια μου
και όσα βήματα τους απομένουν

χρειάζομαι επειγόντως
μια πανσέληνο
ή κάτι εξίσου αποκρουστικό
για να βυθίσω το κεφάλι μου
μέσα του
και να διδαχθώ την άγνοια
από την αρχή

μες στο στομάχι μου
οι κλέφτες
γίναν ποιητές
με κάθε μαγική τους λέξη
να ανοίγει τον ορίζοντα
σαν κατεδαφισμένο τσίρκο

τα δάχτυλα· τα σωφρονισμένα
και άκακα δάχτυλά μου
εξακολουθούν
να ταΐζουν τη νύχτα
σαν μηχανή, σαν ποτάμι
που λύθηκε
σαν παλμωδία
ασθενικής
και βάρβαρης ψυχής

υπάρχει ακόμα η φωνή
όπως τότε
κι άλλοτε
υπήρξαν οι ανθρώποι

να ναι ένα χνούδι ή μια ύπαρξη μικρή
να ν το λευκό το μέρος όπου ανθίζει
να αν θα μπορούσα να μουν αυτό εγώ
ή μήπως τάχα μου έτσι να μαγαπάνε

το ημερολόγιο του χειμώνα
η δίκη της άνοιξης

το φεγγάρι
μια ανεπινόητη μοναξιά

γράμμα στον πατέρα
ή η ζωή μετά τον Θεό

πόλεμος και πόλεμος
παρόλα αυτά

ιστορία χωρίς τέλος
η αμερικάνικη λήθη

τα παιδιά του μεσονυκτίου
μπι όπως μπίρα

το τέλος της αθωότητας
η πείνα

η εποχή των τυφώνων
άπαντα τα ποιήματα

προτιμώ τα παλιά τους
ιστορία του νεοελληνικού κράτους

κρακ
το κεφάλαιο

εκατό χρόνια μοναξιάς
δύο ώρες διαύγειας

κρυφά ταξίδια
η γυναίκα που γνώρισα

τα οκτώ μπλε τετράδια
μόνολογκ

ζωή οδηγίες χρήσεως
ο παπαλάνγκι

το τρελόχαρτο
να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις

όλες οι φωτιές η φωτιά
Νοέμβριος

minima moralia
αντίο, κι ευχαριστώ για τα ψάρια

με λένε λέξη
μα ειν’ αυτό ποίηση;

μια διαφήμιση πριν το όνομά σου
ή μια διαφήμιση μετά

μήπως μια διαφήμιση το όνομά σου
ή μια διαφήμιση για την διαφήμιση αυτού

όπως και να χει
γαμηθήκαμε με το όνομά μας
και τις μαλακίες μας

Έχω πάθει κρίση πανικού μία φορά. Από ότι μου λένε αυτό ήταν. Βρισκόμουν μακριά από την οικογένεια μου, τοποθετημένος σε ένα κωλοχώρι για χάρη του υπουργείου κι είχε ήδη περάσει καιρός, μονάχος μέσα σε ένα σπίτι παλιό, γεμάτο υγρασία και σιωπή, περιστοιχισμένος από παρατημένους ελαιώνες και γκρίζους διάφανους ουρανούς. Έκανε πραγματικά κρύο, μέσα Φλεβάρη, και συνήθιζα να τσολιάζομαι από νωρίς, μέσα σε κάτι ξεβαμμένες κουβέρτες, διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική και καπνίζοντας, δίχως να χρειαστεί να βγάλω κάτι πέρα από τα χέρια μου από τα σκεπάσματα. Εκείνο το βράδυ τελείωνα τον Kόσμο του Ρόκανον της Le Guin. Ο ήρωας παγιδεύεται σε ένα ξένο πλανήτη και παρόλο που τον σώζει από μία δικτατορία ή κάτι τέτοιο δεν καταφέρνει ποτέ να επιστρέψει σπίτι του, στον δικό του πλανήτη. Θυμάμαι την νοσταλγία του στην τελευταία σελίδα του βιβλίου για όλα όσα ποτέ δεν θα ξαναδεί και θυμάμαι να νιώθω κατανόηση για τον πόνο του και συνάμα συμπάθεια και έναν μικρό ανεπαίσθητο φόβο πως όλα αυτά έχουν συμβεί ξανά και ξανά, τόσο στον ήρωα όσο και στον καθένα μας, και θα συνεχίζουν να συμβαίνουν. Στενοχωριόμουν ταυτόχρονα που και εγώ τον αποχαιρετούσα κλείνοντας το βιβλίο και κάποιο για πάντα αντιλαλούσε ψιθυριστά μέσα στο μικρό δωμάτιο με βαριά θειαφένια προφορά. Κοίταξα το ρολόι και παρόλο που ήταν σχετικά νωρίς αποφάσισα να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ. Δεν υπήρχε κάτι καλύτερο να κάνω.  Μες στο σκοτάδι προσπαθούσα να οργανώσω το αυριανό πρωινό μα το μυαλό μου στόχευε πάντα στον Ρόκανον, τον ήρωα, και στον κόσμο που πήρε το όνομά του και στον κόσμο που για πάντα έχασε. Ανάσαινα βαριά και μελαγχολικά. Και ξαφνικά μου φάνηκε πως δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Τράβηξα μία δύο γερές ρουφηξιές από την μύτη αλλά δεν ένιωθα καμία πίεση αέρα στα πνευμόνια μου. Για δευτερόλεπτα μου φάνηκε αστείο αλλά αμέσως μετά φοβήθηκα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και ενστικτωδώς κοίταξα το στρώμα πίσω μου, σαν να ήθελα να βεβαιωθώ πως δεν άφησα εκεί κάτι δικό μου. Προσπάθησα ξανά να τραβήξω αέρα αλλά μου ήταν αδύνατο. Δοκίμασα να φωνάξω αλλά ήμουν μουγγός. Άνοιξα το φως στην είσοδο του σπιτιού και βγήκα στο πλατύσκαλο. Το κρύο με άρπαξε από το λαιμό και το στήθος μου πόνεσε. Δίχως να το σκεφτώ άρχισα να ρίχνω μπουνιές στον τοίχο και να θυμώνω, σφίγγοντας τα χέρια μου και χτυπώντας ξανά. Γύρισα κάνα δυο σφαλιάρες και πάνω μου. Μικρές ανάσες άρχισαν να εισχωρούν στο κορμί μου και η φωνή μου αντήχησε στην ερημιά. Μπήκα μέσα, έκατσα στην καρέκλα μπροστά από το τραπέζι και άναψα τσιγάρο. Άνοιξα τη βρύση και έριξα με το ένα χέρι λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Έσφιγγα τα δόντια από θυμό. Κάπνισα ένα τσιγάρο ακόμη και ήπια νερό. Ακολούθησα τα βήματά μου μέχρι το κρεβάτι ξανά. Εγώ θα επέστρεφα. Θα έπαιρνε καιρό, αλλά θα επέστρεφα.

ξέρεις, αυτό που ξέχασα να σου πω είναι ότι σύμφωνα με τον Ιταλό οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, νικητές ή διαβάτες, πλάσματα της νύχτας ή του πιο λερωμένου και φθαρμένου μεσημεριού, είμαστε εμείς, δηλαδή εμείς όπως το παρελθόν και το μέλλον μας, η βαθιά και στέρεη ανάγκη μας να βρεθούμε καταμεσής αυτού του φαντασμαγορικού φαινομένου που λέγεται ζωή, εγώ και δύο παιδιά, μία γυναίκα γινομένη σαν νύχτα Αυγούστου, Αγρίνιο, μία πόλη τυχαία και αφιλόξενη, ένα φτηνό στολίδι στον λαιμό της απόγνωσης, μία κάβα πριν το ξημέρωμα, ένας στόλος γνωστών και αγνώστων, φωτογραφιζόμενων και μη, έτοιμων να πυρπολήσουν τις γέφυρες προς την διαφυγή, μπανταρισμένοι με χίλια ανώφελα ψέματα, βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στο χρέος, γερμένοι πάνω στα κουπιά, το κύμα ψηλά ως τον φόβο της βύθισης ή της μεταλαβιάς από τα χέρια του θαύματος, να πίνω και η θάλασσα να αφρίζει, σαν όνειρο πριν την κραυγή, να πνίγομαι και το όνειρο να γίνεται η μοναδική μας αλήθεια, να ακολουθώ τα ψάρια μέχρι το έλεος και να μην ξέρω αν ήμουν ήδη εδώ, σε αυτό το ασυγχώρητο λάθος, πριν μάθω το όνομά μου, σε μια άγνωστη γλώσσα, σαν τον Θεό των ανθρώπων, ω! διάολε, αναγκάζομαι να υποταχτώ σε αυτό το απύθμενο πηγάδι των ιδεών μου, ένα κεφάλι δίχως κρίμα, δίχως ρήμα να τυφλώνει τα βήματά μου, με δίχως ποίημα που να μην βαρέθηκα να διαγράψω, άλλη μια Carlsberg κι άλλη μια και μετά, μετά, μετά, μετά, μετά, η ίδια ζάλη όπως θηριοδαμαστές που εναποθέτουν το κεφάλι τους στο στόμα του λιονταριού και προσεύχονται αυτή η θεσπέσια μουσική στο στήθος τους να μην τελειώσει ποτέ

άκρο με ένα μόνο άκρο
μία μπύρα μία καπνός
η πόλη έτοιμη να υποδεχτεί
το θείο βρέφος
σάλια να πετάγονται
στο ρεφρέν του I don’t care
κατουρημένα μπατζάκια
ρουκέτες στο πεζοδρόμιο
απόγνωση και χαρά
πολτοποίηση συναισθημάτων
ξύνουμε το βαρέλι
πιστεύουμε στο θάνατο
αυτές τις μέρες
είναι προτιμότερο
να σαι απλά ένας θνητός

η μία μέρα διαδέχεται την άλλη
ποιος μπορεί να πιστέψει πως εδώ ζουν άνθρωποι;

είμαστε ήδη νεκροί
κι αυτός ο πόλεμος έχει πια τελειώσει

μαρέσουν, λέει, εκείνα τα ουζερί
που κάθε τους τραπέζι είναι μια πόλη κράτος
σε αυτά τα μέρη η εκεχειρία
είναι μια τέλεια καταστροφή

η τηλεόραση ανοιχτή
η βροχή να πέφτει
το τσιγάρο αδειανό
ξέρεις πως έτσι τελειώνει
ο κόσμος πάντοτε
δίχως αντίλογο

εκεί καμία απάντηση δεν ακολουθούσε μία ερώτηση
καμία σκιά δεν προπορεύοταν του φεγγαριού
κανένας άνθρωπος δεν οικειοποιούνταν τη φωνή του

καθόμαστε βουβοί στο μπαρ
και πίνουμε
όχι για να ξεχάσουμε
ούτε και για να θυμηθούμε
κι άλλες τέτοιες μαλακίες
πίνουμε απλά γιατί η γη γυρίζει
κι ότι γυρίζει έχει μια ζάλη
που μόνο με πιώμα γιατρεύεται

ο γιώργος κάτι σκέφτεται
αλλά δεν φαίνεται να δίνει σημασία
κάθεται και κοιτάει
τον δίσκο σερβιρίσματος
εδώ και κάνα μισάωρο
και μεις στεκόμαστε σιωπηλοί
μπροστά στα ποτήρια μας
συμφωνόντας μαζί του σε όλα

άλλος πήγε Βιετνάμ
άλλος άραξε πλατεία
μα όλοι μας καταλήξαμε ανάπηροι
βαριά καθυστερημένοι
σε ώρα κι αγάπη
παιδιά με σκατά πιθανότητες
έτοιμοι να επιβιβαστούμε
στο επόμενο μπουκάλι
για το πουθενά
εκεί τουλάχιστον
δεν μας κοιτάνε με οίκτο

Λέει ο άλλος στην συνέλευση της πολυκατοικίας, κάποιος ανώμαλος πάει και κάνει σεξ στο υπόγειο, έχω βρει προφυλακτικά πεταμένα και χαρτιά, πρέπει να είναι πολύ ανώμαλος, κάπως βρίσκει τρόπο και μπαίνει και κάνει ότι κάνει. Δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να κάνουμε. Να βάλουμε μια σιδεριά, να την κλειδώνουμε ή κάμερες. Να τον πιάσουμε. Ελπίζω, λέει, πως είναι κάποιος ξένος γιατί αν είναι κάποιος από εμάς είναι για το ψυχιατρείο. Έτσι είπε αυτός ο φυσιολογικός άντρας που γαμιέται με τη γυναίκα του τριάντα χρόνια τώρα στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού τους. Με την πόρτα κλειστή, τα παράθυρα σφαλιστά και τις κάμερες γυρισμένες προς την κλειδαρότρυπα.

όπως η ώρα γίνεται μία εγώ γίνομαι χιλιάδες
χρονογραμμές που συγκλίνουν σε ένα πράγμα
την κυριαρχία αυτής της σιωπής ως το τέλος

κι αφού η μοίρα απαιτεί κάτι παραπάνω
από μία διακοπή ρεύματος

ας είναι ο κατακλυσμός
όλων αυτών των χυδαίων συναισθημάτων
που θα μας απελευθερώσει

Είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν έζησα ποτέ. Ακούγοντας τους Cocteau, τον Moz ή τον Paul τέτοια ώρα πάντα αυτό νιώθω. Διαχειρίζομαι την απώλεια μιας ζωής εν τη γενέσει της. Καμία αγάπη δεν ήταν αρκετή και κανένας φόβος τόσο τρομακτικός ώστε τα νερά να ταραχτούν και ένα μικρό ανεπαίσθητο κύμα να δηλώσει την παρουσία του και την σταδιακή του εξαφάνιση. Είμαι ένα φάντασμα με φίλους, οικογένεια και υποχρεώσεις. Κάτι το άυλο που μπορεί και φαίνεται και μιλάει και κλάνει με ένταση και κάνει τους πάντες να γελάνε. Είμαι ικανός για όλη την ζωή που ανασύρεται στο πέρασμά μου αλλά αυτή η ζωή δεν μου ανήκει. Είναι το αποκύημα μιας φαντασίας ενός αγνώστου, ενός ξένου, ενός άλλου αλλά όχι, προς Θεού, δικιά μου. Εγώ είμαι η παντελής απουσία όλης αυτής της χαράς και δημιουργίας. Ένα άδειο στομάχι που δεν σταμάτησε ποτέ να καταπίνει. Τον κόσμο και όλες του τις ακαθαρσίες. Στην πραγματικότητα είμαι ένας εν ζωή θάνατος, όπως αυτός προφέρει το τραγούδι μιας αύρας που ούτε από κάπου ξεκινά ούτε κάπου καταλήγει. Μια αιώνια συγχορδία σιωπής. Ένα ακατανόητο θραύσμα στην φλέβα του σύμπαντος. Μια χρόνια βαριεστιμάρα να λες το όνομά σου κάθε που συστήνεσαι και να ανοίγει μια τρύπα τόσο μεγάλη όσο οι τρύπες στα χέρια του Χριστού. Καταστροφική σαν το ξύδι στα χείλια μου όταν τολμώ να υπερασπιστώ μια οποιαδήποτε αλήθεια. Ο ουρανός ματώνει δάκρυα και τα μάτια μου το ξέρουν. Μπορώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου, αυτή την παγκόσμια, τέλος πάντων, απουσία, και να συνεχίζω να τρομπάρω το αίμα στην καρδιά όλων όσων αγαπώ αλλά το βιβλίο των νεκρών είναι το μοναδικό μου ανάγνωσμα. Ο κόσμος είναι ένα ανυπέρβλητο όνειρο. Όλες αυτές οι εικόνες. Δεν σημαίνουν τίποτα. Όλα αυτά τα συναισθήματα. Χώμα που ο άνεμος παρασέρνει. Τόσα γέλια κρεμασμένα σαν λαιμητόμοι πάνω από την αγάπη. Μαύρα μικρά λουλούδια φυτρώνουν μες στα παπούτσια μου. Μια συμφωνία επτασφράγιστων μυστικών που ταυτόχρονα θρυμματίζει και ενώνει την αχανή σκυταλοδρομία διψασμένων σκύλων στο κατώφλι μου.

ενηλικιώνεσαι μαθαίνοντας
να αφαιρείς τον πόνο
που δεν σου ανήκει

προσδένεσαι στο θαύμα
καθώς τον οικειοποιείσαι ξανά

μπορείς να είσαι αληθινός πια

Πάντα μου έκανε εντύπωση το πόσο πολύ τα χείλη αρέσκονται στην σιωπή. Αρκεί να έχουν όλοι κοιμηθεί και συ να μένεις μόνος στο σαλόνι, δίχως κανένα νέο από μακριά, ή αρκεί μια καλή ή κακή σκέψη, ένα βάσανο ή μια χαρά που δεν μοιράζεται, ή αρκεί ένας πολυσύχναστος δρόμος, γεμάτος από τον ακατανόητο βρυχηθμό του τέρατος, μία θέση συνοδηγού με κατεύθυνση το πουθενά, ή κάπου εκεί γύρω, μία αποστολή καταδικασμένη να αποτύχει, ένας φίλος που παρασύρεται στην απόδοση του δικαίου, ενός οποιουδήποτε δικαίου, σχεδόν πάντα ανίκανου να συγκριθεί με την αλήθεια, μία βόλτα στην άκρη της λίμνης με μόνο σκοπό να παραμείνεις στεγνός, μια προσευχή δίχως Θεό, ένα άδειο πορτοφόλι, ένα τσίμπημα στην καρδιά, η θύμηση του απέραντου τοπίου μιας παιδικής ηλικίας, το κενό των ενήλικων αμαρτιών, η υπεροψία στα μάτια του διευθυντή όταν καταφτάνεις αργοπορημένος και έτοιμος να παραδοθείς, η χρόνια ανικανότητα σου να αντιληφθείς την ζωή ως την μοναδική σου ευκαιρία να πιστέψεις στο θαύμα, αρκεί δηλαδή πάνω κάτω οτιδήποτε, για να σφραγίσει το μυστικό μέσα σου και να μείνει εκεί, για όσο τα χείλη σου αρνούνται να σχηματίσουν και την παραμικρή υπόνοια μιας φωνής, αγνοώντας αν τελικά υπάρχει κάποιο μυστικό ή μια φωνή που να ζητάει κάτι, απλά νιώθοντας πως αυτή η επαφή των χειλιών μεταξύ τους είναι η μόνη σου ελπίδα να συνεχίσεις να κοιτάς τον κόσμο, δίχως να χρειαστείς να ζητήσεις βοήθεια.

Η μοναξιά είναι ένα σκληρό ναρκωτικό. Στην αρχή βρίσκεσαι επιτέλους στον παράδεισο. Η αλήθεια είναι ένας πανέμορφος άγγελος, που όχι μόνο συμφωνεί σε ότι του πεις αλλά σε ωθεί να πεις κι άλλα, τα πάντα, όλα όσα έκρυβες μες στην βουή και την πολλή συνάφεια του κόσμου. Η αλήθεια είναι ένα αιθέριο σώμα που κατοικεί αποκλειστικά μες στο μικρό σου δωμάτιο και σε προτρέπει να μείνεις εκεί διασφαλίζοντας την ύπαρξη και των δύο σας. Σου ψιθυρίζει στο αυτί πόσο σημαντικός είσαι και πως όποιος δεν συμφωνεί μαζί σου μπορεί κάλλιστα να πάει να γαμηθεί. Αν κάποια στιγμή απορήσεις για την ορθότητα αυτών των σκέψεων στο έργο του αγγέλου συνδράμει και ο διάβολος. Αυτός ο μικρός κατεργάρης μεταμορφώνει τον πνιγηρό αέρα του ερμητικά κλειστού σου δωματίου στο καύσιμο με το οποίο η θλιμμένη σου καρδιά πιέζει όλο σου το είναι να παραμείνει ακλόνητο και σταθερό στην θέση αυτή, στην μοναδική θέση που μπορεί, αξίζει και δικαιούται να έχει. Όσο περισσότερο χρόνο περνάς κοιτώντας τα μικρά κάδρα στους τοίχους, καπνίζοντας και αδιαφορώντας για την φασαρία που ακούγεται από μακριά, τόσο πιο εύκολα συμφωνείς πως ο κόσμος έχει ήδη χαθεί, πως τίποτα δεν έχει σημασία, παρά μονάχα η συνέχιση αυτής της σιωπής, αυτής της απαράμιλλης δόξας του ενός από έναν, εσένα, τον μόνο και απόλυτο κυρίαρχο της φτηνής σου ζωής. Ο εθισμός σε αυτό το σημείο έχει φτάσει κιόλας στο τελευταίο στάδιο. Το μόνο που έχει πλέον αξία είναι να είσαι μόνος. Ανυπομονείς να τελειώσεις γρήγορα μαζί τους, να βρεις μια οποιαδήποτε δικαιολογία και να εξαφανιστείς μες στον υγρό σου τάφο. Εκεί μόνο είσαι ζωντανός και εκεί μονάχα νιώθεις πως η ζωή σου ανήκει. Ένας αέναος αγώνας επιβίωσης ενάντια στον κόσμο, όταν ο κόσμος ολάκερος παύει να υπάρχει για να μπορέσεις έστω και για ένα ακόμα βράδυ να αναδυθείς από μέσα του εσύ. Η καταστροφή του και η μοναδική του αναγέννηση.

Χάνω τις αναμνήσεις μου. Η ταχύτητα μετάδοσης έξω και μέσα, η κούραση αυτής της σισύφειας λούπας, ο λαβύρινθος που δημιουργείται από τους τόνους των σκουπιδιών και της αδυναμίας μου να κατανοήσω πια το τοπίο, χρόνια δευτερόλεπτα μες στο υγρό και σκοτεινό αδιέξοδο, με μια κλωστή γεμάτη ατέλειωτους κόμπους, με τα τέρατα σε κάθε γωνία να χαμογελάνε χαιρέκακα και αδιάφορα για τον σκοπό αυτού του παιχνιδιού, σχεδόν βέβαια πως ο λαβύρινθος είναι από μόνος του ικανός να με εξοντώσει, η σημασία κάθε επόμενου βήματος, ο μετεωρισμός μου πάνω από το αχανές βάθος της καθημερινότητας, η απόλυτη υποχρέωση μου να οδηγήσω αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο που αγαπώ, μπροστά στον επόμενο ήλιο, ψηλά στην κάθε επόμενη ευτυχία μας, η συνειδητή μου πλάνη πως θα τα καταφέρω, το στραπάτσο και το σήκωμα, ξανά και ξανά, με οδηγούν σε ένα απρόσμενα λευκό τοπίο, σε έναν παγετώνα, όπου οι ελάχιστες εναπομείνασες αναμνήσεις μοιάζουν σαν μια συννεφιασμένη αρκτική νύχτα, λίγα αστέρια εδώ κι εκεί, δίχως καμία δυνατότητα ανάγνωσης του μυστικού τους σχεδίου, δίχως την παραμικρή δυνατότητα ανακάλυψης της θέσης μου κάτω από το θαμπό φως, δίχως την ελάχιστη πιθανότητα να αφηγηθώ μια ιστορία, την ιστορία μου, ακόμη και με την βοήθεια των μύθων αλλοτινών καιρών και εποχών, αφήνοντας με μόνο, άγνωστο μεταξύ αγνώστων, να συντηρώ μια φευγαλέα εικόνα ενός ανθρώπου που πέρασε, δίχως καταγωγή ή προορισμό, σχεδόν έτοιμο να αποδεχθεί την απουσία κάθε νοήματος που να πηγάζει από αυτόν, από εμένα.

Στην μοναξιά ξεκινάει πάντα ένας. Ακολουθούν δύο με τα βήματά τους αντίθετα σε απόσταση βολής. Όταν το αίμα ροδίσει το χώμα ένας τρίτος φτάνει για να απαθανατίσει την σκηνή σε μικρά φτηνά καρέ που αργότερα θα μοιραστούν σε τυχαίους τέσσερις πέντε δέκα τριάντα. Όταν μια μικρή γειτονιά κατοικήσει την μοναξιά θα είναι ήδη τα πρόθυρα ενός ψυχικού λιμού όπου τα πάντα θα αντιλαμβάνονται το τίποτα ως ινστρούκτορα μιας γενικής εγκατάλειψης και θρηνωδίας. Από εκεί στην πόλη τα θραύσματα κάθε σιωπής και δακρύβρεχτης ματαίωσης θα τρέχουν στις φλέβες των κατοίκων διανύοντας έναν ολοένα αυξανόμενο σπαραγμό μέσα και έξω από κάθε λογική. Η χώρα θα είναι απλά η επιβεβαίωση πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Οι πάγοι στα μάτια της ανθρωπότητας θα λιώσουν σταδιακά πνίγοντας τελικά αυτόν τον άδοξο πλανήτη στην απόλυτη και σκληρή απομόνωση του. Το σύμπαν στην ψυχή κάθε άμοιρου πλάσματος πάνω σε αυτόν θα είναι ένα σκοτεινό και κρύο μέρος.

από την μία πραγματικότητα στην άλλη ο μισός δρόμος είναι μια αναπνοή
η πίστη πως ακόμα και νεκρός μπορείς να ονειρευτείς έναν κόσμο
η γνώση πως το φως είναι λέξη κι η λέξη είναι χρόνος και σιωπή
το θάρρος να πέσεις δίχως φόβο μέσα στο χάος όλων όσων αγαπάς
ακόμη κι αν αυτά είναι άγνωστα και ακατανόμαστα πράγματα
ακόμα κι αν κατά τύχη χρειαστεί να είσαι ο ίδιος ακόμη μία φορά

ο πατέρας μου στέκεται μπροστά
από έναν γκρεμό
είμαι ακριβώς από πίσω του
και του λέω
μπαμπά είμαι εδώ
και τότε αυτός φεύγει
πέφτοντας προς τα πάνω
τον κοιτώ να απομακρύνεται
ολοένα και περισσότερο
μέχρι που γίνεται μια κουκίδα
στα σύννεφα
και χάνεται
κι εγώ φεύγω με την σειρά μου
βαδίζοντας προς το σπίτι
σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος

όλες αυτές οι λέξεις
στα ποιήματα
στα μανιφέστα
στα άρθρα των εφημερίδων
στα σχολικά βιβλία
στις ευχετήριες κάρτες
στα πλακάτ
στις γιγαντοοθόνες
στα στόματά μας
στα μπράτσα μας
στα ξεχασμένα χαρτάκια
στο συρτάρι
όλες αυτές οι λέξεις
έρχονται ή φεύγουν;
όλες αυτές οι λέξεις
έρχονται για κάποιο σκοπό;
ή φεύγουν τρέχοντας μακριά μας;
τι είναι αυτό που ζητάν;
ποιος μπορεί στα αλήθεια να απαντήσει;

Ο Διονυσίου με συγκινεί. Αρκούν λίγοι στίχοι να παίξουν από τα τραγούδια του όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο, και ειδικά όταν ο κόσμος αυτός περνά καλά με αυτά και τα αισθάνεται και τα χορεύει, για να βουρκώσουν τα μάτια μου. Θυμάμαι πάντα τον πατέρα μου να στέκεται με περηφάνια και τιμή μες στα μεγάλα και πλημμυρισμένα από φίλους παιδικά μας σαλόνια, ή στα τραπέζια δίπλα από την πίστα στα κέντρα και τις ντισκοτέκ της εποχής εκείνης, και να χαμογελά και να προσπαθεί να σιγοτραγουδήσει κάποιον στίχο. Τις περισσότερες φορές δεν τα κατάφερνε και προτιμούσε να μιμηθεί την μελωδία με ένα κάπως πιο έντονο μουρμουρητό. Θυμάμαι να τον κοιτάω με τα μάτια ορθάνοιχτα και να απορώ με την ικανότητά του αυτή. Με το πόσο χαρούμενος έδειχνε και με το πόσο διασκέδαζε να βρίσκεται εκεί με τους φίλους του και να παίζει στην διαπασών ο αγαπημένος του τραγουδιστής. Θυμάμαι τον νταλκά στα μάτια του και την έκφρασή του και θυμάμαι που ένιωθα ταυτόχρονα να τον λυπάμαι αλλά και να τον εκτιμώ βαθιά και ακλόνητα. Τον θυμάμαι να υψώνει το ποτήρι του και να φωνάζει, πήγαινε με όπου θέλεις ταξιτζή, και το τραγούδι να βρίσκεται στο κουπλέ. Ο πατέρας μου ήταν και είναι σχεδόν κωφός.

Ποτέ μου δεν συμπάθησα το αλκοόλ. Αυτή την αργή και γλιτσερή βύθιση σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Πάντοτε προτιμούσα μια πιο άμεση επίδραση στον ψυχισμό μου, μια πιο εγγυημένη απόδραση από αυτόν, έστω κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει παραμύθι για νεαρούς χρήστες, πια. Όσο πιο φτηνό και ωμό ήταν το ναρκωτικό τόσο πιο καίρια τα χτυπήματά του. Ο απαγχονισμός των θυγατέρων, το τσάκισμα των στρατιωτών, το περιτύλιγμα του φιδιού. Κι έπειτα η αχανής παύση. Η λατρεία του κενού όπως μονάχα οι μελλοθάνατοι καταφέρνουν. Μα πάνε τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η ζωή με όλες της τις ταλαίπωρες εκφράσεις να μας στεριώσει μέσα στον χρόνο και να μας ασφαλίσει μέσα στον καθιερωμένο κήπο της, κεντώντας άυλες υποσχέσεις ενός καλύτερου κόσμου. Πλέον, είναι Παρασκευή όταν και επιτρέπεται να κοιταχτούμε στον καθρέπτη κι ο καθρέπτης δεν επιτρέπεται παρά να είναι ένα πιώμα βασανιστικά ορθό για να δικαιολογεί τον εαυτό του. Δεν θα αργήσει να βραδιάσει στα μέσα του Νοέμβρη. Ακολουθώ τα βήματα μέχρι το πλησιέστερο στασίδι. Γουλιά γουλιά κι απόψε θα λογοδοτήσω στον καιρό κι αφού χρεωθώ τις αμαρτίες μου, ξανά και ξανά, θα συρθώ μέχρι το στρώμα μου για να κοιμηθώ. Ξανά και ξανά.

Νομίζω πως στον παράδεισο θα είμαι παιδί. Εκεί στα έξι με εφτά, λίγο πριν σταματήσω να απορώ με το πόση κακία υπάρχει στον κόσμο. Εκείνο το στρογγυλοπρόσωπο μικρό αγοράκι που κατουριόταν από το άγχος της πιθανής αποτυχίας του στο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Δεν μπορεί να υπάρχει παράδεισος αν το τραύμα είσαι εσύ. Ο πόνος μέσα στην αέναη επανάληψή του θα κατέστρεφε κάθε ευκαιρία γαλήνης. Ίσως οι περισσότεροι που γνωρίζω να μπουν στον παράδεισο κι αυτοί σαν παιδιά. Ίσως ο παράδεισος να είναι μια απέραντη παιδική χαρά και μια ευκαιρία να μεγαλώσουμε ξανά δίχως όλη αυτή την άδικη και καταστροφική βία.

η πατρίδα μου είναι στο σαλόνι και βλέπει τηλεόραση
το όνειρο μου στην κρεβατοκάμαρα ροχαλίζει ελαφρά
ο σκοπός μου καπνίζει στο μπαλκόνι
χρειάζομαι όμως και μια πραγματικότητα για να ζήσω
χρειάζομαι μια πραγματικότητα
από ανθρώπους που πιστεύουν
στην πραγματικότητα
και που μπορούν να βοηθήσουν και μένα
να πιστεύω σε αυτήν
ελπίζω να μην έχω ήδη τρελαθεί

Κάθε Παρασκευή μαζευόμασταν στο σπίτι του Μιχάλη. Αν και μαθητής Λυκείου έμενε μόνος του, με τους γονείς του πολύ μακριά για να έχουν οποιαδήποτε εποπτεία στην ζωή του. Οπότε εκείνη την ημέρα μετά το σχολείο και τα φροντιστήρια παίρναμε ότι είχαμε και δεν είχαμε, αλκοόλ, χάπια, χόρτο, τσιγάρα και αναψυκτικά και την πέφταμε στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού του, έτοιμοι να αποβάλλουμε από μέσα μας, ακόμη και με τον κλασικότερο των τρόπων, όλη την κακή εκπαίδευση της εβδομάδας που είχε προηγηθεί. Εκεί, χυμένοι στα μαξιλάρια και τα χαλιά, υπό τους ήχους αργόσυρτων ηλεκτρονικών μελωδιών, πίναμε και γλεντάγαμε την πρώτη μεγάλη κολλητή παρέα της ζωής μας. Ακραία συναισθηματικοί, ούτε αλάνια, ούτε φλώροι, κάτι περισσότερο στους περιέργους που αν και χαίρουν γενικής εκτίμησης κανείς δεν ξέρει τι παίζει με την πάρτη τους, φτιάχναμε τα μυστικά μας περάσματα για τον κόσμο της ενηλικίωσης, γεμίζοντας τις καρδιές μας υποσχέσεις, όνειρα και αδερφικούς όρκους που ήδη υποψιαζόμασταν πως δεν θα αντέξουν για πολύ. Ένα τέτοιο χειμωνιάτικο βράδυ έχοντας φτάσει στα όρια της φαντασιοπληξίας μας και με το μυαλό έτοιμο να τερματίσει αποφασίσαμε να το λήξουμε παρέα με ένα φιλαράκι που μέναμε στην ίδια γειτονιά και να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να φτάσουμε σπίτι ασφαλείς. Έκανε κρύο και μαζεμένοι μέσα στα ψεύτικα μπουφάν μας κατηφορίζαμε για τα σφαγεία, στο νότιο κομμάτι της πόλης. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή και μεις χαζομιλάγαμε και γελάγαμε με τα χάλια μας. Όταν και μετά την στροφή μου λέει ο άλλος, το βλέπεις; ποιο, ρε μαλάκα; τι να βλέπω; την κάσα, ρε, μου λέει. Ήμασταν ακριβώς μπροστά από την είσοδο ενός σπιτιού όπου στερεωμένη όρθια μπροστά από την κύρια πόρτα και ακριβώς κάτω από έναν κίτρινο γυμνό γλόμπο στεκόντανε μια κάσα, γυαλισμένη κι ολόφρεσκια. Γούρλωσα τα μάτια και κοντοστάθηκα. Πω, ρε φίλε, πρέπει αν ψέλλισα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή και δίχως καμιά προειδοποίηση τα φώτα από άκρη σε άκρη του δρόμου, στις πολυκατοικίες στο βάθος και σε κάνα δυο ξεχασμένες βιτρίνες κλείσανε. Απόλυτο σκοτάδι. Ρε μαλάκα, τι έγινε; φωνάζω στον άλλον. Δεν ξέρω, μαλάκα, πάμε, μου απαντάει κι αρχίζουμε να περπατάμε βιαστικά προς τον δρόμο μας. Τα δευτερόλεπτα μετράγανε κι οι καρδιές μας το ξέρανε σε κάθε παραμικρό χτύπο και τα φώτα δεν άνοιγαν και είχαμε ήδη χεστεί. Αρχίσαμε να τρέχουμε σχεδόν ταυτόχρονα. Μαλάκα, φοβάμαι, φωνάζω λαχανιασμένος. Κι εγώ, σκούζει ο άλλος. Κράτα μου το χέρι, του λέω και πιανόμαστε χέρι χέρι και συνεχίζουμε να τρέχουμε με τα πόδια στην πλάτη. Τρέχαμε και μόνο μετά από καμία τριακοσιαριά μέτρα ένα δειλό χαμογελάκι έσκασε στα χείλη μας από την γελοιότητα και την ομορφιά της φάσης. Μείναμε έτσι κρατημένοι μέχρι το σταυροδρόμι που ένωνε τα σπίτια μας. Αφήσαμε τα χέρια μας και αποχαιρετιστήκαμε γκαρίζοντας ο ένας στον άλλον μέσα στην τρελή μαύρη νύχτα, τρέξε.

η καραντίνα είναι ο φυσικός μου τόπος
φοβισμένος κι απ την ζωή κι απ τον θάνατο
η απόσταση ορίζει τις επιθυμίες μου
κι η απόσταση τις πραγματώνει

μόνος μες σε ένα κόσμο μόνων και ερημιάς
ανασαίνω ήρεμα και βαθιά
η μάσκα μου είναι ικανή να χαμογελά αδιάφορα
η σπηλιά μου εκτείνεται ως το άπειρο

η καραντίνα είναι το λαξευμένο μου τοπίο
άδειες κολώνες φωτισμού κι απλόχερη νύχτα
βήματα που αντηχούν σαν αγριεμένα κύματα
σκέψεις που θεριεύουν μες στην περίσσεια σιωπή

μόνος μες σε ένα κόσμο παγωμένο και ακίνητο
ανασαίνω για να επιβεβαιώνω την θέση μου
αόρατος σαν ιός, φρόνιμος σαν νεκρός
γράφοντας επιστολές σε άγνωστους φίλους

η λέξη πατρίδα προφέρεται σωστά
όταν ο κλέφτης διατηρεί το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα
ή πιο απλά όταν μια γενοκτονία είναι ο θρίαμβος της λογικής και των αξιών

το τελευταίο μου ποίημα το έγραψα
όταν ήμουν ακόμη παιδί

περιγράφει την χυδαιότητα
και την σκληράδα
με την οποία ο ένας αδερφός
συμπεριφέρεται στον άλλον

από τότε πέρασαν πολλά χρόνια
ο πόλεμος είναι πια κάτι το συνηθισμένο
κι όλοι ξέρουμε γιατί

όλοι ξέρουμε πως καμία γέφυρα
δεν στεριώνει
πάνω από τόσο αίμα

Περπατούσα για καμιά μπύρα στο μπαρ, δεν ήθελα να πιω, η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν μου άρεσε, αλλά δεν είχα που να πάω. Σε αυτή την πόλη ποτέ δεν έχεις που να πας. Τα μπαρ είναι οι ενδιάμεσοι σταθμοί για το πουθενά. Ξαφνικά ένιωσα ένα ελαφρύ αεράκι στα αρχίδια μου. Αν κι ένιωσα όμορφα, στιγμιαία, κοίταξα προς τα κάτω για να δω, έκπληκτος, πως είμαι ξεβράκωτος. Ξαφνικά, δεν φορούσα ούτε παντελόνι, ούτε βρακί, ενώ οι κάλτσες και τα παπούτσια μου ήταν στην θέση τους. Τρελάθηκα από την αγωνία μου και την ντροπή μου και το μυαλό μου θρυμματίστηκε από την αδυναμία κατανόησης για το πως βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση καταμεσής του δρόμου. Μια κοπέλα διέσχιζε το απέναντι πεζοδρόμιο και δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην θέα του γυμνού μου κορμιού, του κάτω μέρους αυτού, τουλάχιστον. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήμουν ήδη μακριά από το σπίτι μου και πολύ κοντά στην κίνηση του κέντρου της πόλης. Γειά σου, φίλε, ακούω μια αντρική φωνή και αναγνωρίζω έναν γνωστό να μου χαμογελά και να με προσπερνά αδιάφορα. Γειά σου, ανταποδίδω κι αρχίζω να σκέφτομαι πως τα έχω χάσει για τα καλά. Στενοχωριέμαι για λίγο μετέωρος στην άκρη του πεζοδρομίου αναλογιζόμενος πως ήταν σχεδόν βέβαιο πως το φτωχό μου μυαλό αργά ή γρήγορα θα με πρόδιδε ξανά. Δε γαμιέται, ψυθιρίζω στον εαυτό μου, και παίρνω γραμμή για το μπαρ. Κάνεις από τους ανθρώπους που συνάντησα στην διαδρομή δεν αντέδρασε στο πουλάκι μου που πήγαινε ανέμελο πέρα δώθε και στο οποίο φαινόταν να αρέσει η απρόσμενη απελευθέρωσή του από τα δεσμά της ηθικής καθώς είχε αρχίσει να σκληραίνει και να υψώνεται όλο θάρρος. Μέχρι να φτάσω στο μπαρ είχα καταφέρει μια καταπληκτική στύση και αισθανόμουν πραγματικά πολύ όμορφα. Πήρα μια μπύρα και την ήπια σχεδόν μονορούφι. Παρήγγειλα και μια δεύτερη νιώθοντας τον πούτσο μου σχεδόν να ερωτοτροπεί με τον αέρα γύρω του. Εδώ που φτάσαμε πιες και συ, του είπα, κι έχυσα με το μπουκάλι άφθονη μπύρα πάνω του. Τον κοιτούσα πόσο χαρούμενος φαινόταν. Η μπύρα έσταζε από τα αρχίδια μου στο πάτωμα και πάνω στα παπούτσια μου. Έβγαλα την μπλούζα μου και παρήγγειλα μία τρίτη.