Τελειωμένος. Το στόμα τσακισμένο από τα τσιγάρα, η μπύρα να φεύγει όπως έρχεται, δίχως αντίσταση καμία, δίχως το παραμικρό νόημα. Σε ένα κλείσιμο των ματιών να πέφτω ως την γέννησή μου κι αμέσως να βρίσκομαι ξανά με το κεφάλι ακουμπισμένο στην μπάρα, ανίκανος να υπερασπιστώ οποιοδήποτε βλέμμα συμπάθειας ή οίκτου. Η απόστασή μου από τους άλλους μεθύστακες μια παραπάνω αφορμή για να επενδύσω σε ένα ακόμα μπουκάλι, έναν ακόμη πνιγμό. Είναι αδύνατον να με φτάσουν πριν κατεβώ τόσο ώστε να παρασύρω κάθε ηλίθιο και στον δικό του θάνατο. Ψάχνω για μία λέξη. Θυμάμαι τις λέξεις σαν μία εικασία ενός προορισμού, ένα αλάνθαστο ψέμα για να προσποιείσαι πως ξέρεις να ζεις, να ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν όμοιός τους, ή ακόμα καλύτερα σαν κάποιος που μπορεί να τους πληγώσει αν θέλει, ή να τους αγαπήσει μέχρι σκασμού, δεν έχει σημασία, αλλά δεν θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο το μυαλό μου, η καρδιά μου ή το στομάχι μου συνθέτει αυτό το υλικό, το κάνει να ανασύρεται από τις σκονισμένες γωνίες και το προσφέρει σαν ικρίωμα στον κάθε ενδιαφερόμενο. Στέκομαι γυμνός, δίχως την παραμικρή φωνή μέσα μου, δίχως την ανάμνηση μιας μητέρας, δίχως την βέργα του πατέρα μου στα μπράτσα μου, δίχως τα χρόνια που σπαταλήθηκαν για να επιστρέψω εδώ, κοιτάω τις άκρες των παπουτσιών μου και το σκοτεινό πάτωμα και νιώθω μια δειλή και αδιόρατη ευγνωμοσύνη. Θα μπορούσα να είμαι νεκρός. Θα μπορούσα να είμαι ήδη νεκρός, ανάμεσα σε αυτές τις γνώριμες σκατόφατσες και όλα να είναι καλά. Να σηκωθώ σαν κύριος που θυμήθηκε πως μια γυναίκα τον περιμένει να έρθει στο σπίτι, να πληρώσω τον λογαριασμό μου και να εξαφανιστώ από προσώπου γης μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Μέχρι την επόμενη συνειδητοποίηση πως οι πρόβες πηγαίνουν όλο και καλύτερα και πως ήδη έχει αρχίσει να δημιουργείται μια φήμη γύρω από το όνομά μου. Μια κάποια ελπίδα από κοινό και κριτικούς πως ο φέρελπις ποιητής έχει πραγματικά κατορθώσει το αδιανόητο.

Σχόλια