μετά την δεύτερη χτύπησα την πόρτα
και μου απάντησε άλλος
περίμενα απέξω
διαβάζοντας τις μπροσούρες
και τις αφίσες
κι έπειτα από πέντε περίπου λεπτά
αναγκαστικά
ξαναχτύπησα
και δεν απάντησε κανείς
έσπρωξα την πόρτα απαλά
κι εμφανίστηκε η λεκάνη
με όλο το περίσσιο της θάρρος
έβγαλα το πέος μου
και κατούρησα
ξέροντας πως βγαίνοντας
έπρεπε να παραγγείλω
μία ακόμη μπύρα

το ψυχρό φως της κολώνας είναι μια άλλη γενιά
τα ρο πίσω από την Παναγία είναι μια άλλη γενιά
εγώ επιμένω με μπύρα στις εφτά, άντε και στις έξι για σήμερα
όλοι αυτοί οι πόλεμοι είναι μια άλλη γενιά
αδυνατώ να πιστέψω πως κάποιος θα λέγεται νικητής
το όνειρο δεν μου κόστισε πάρα λίγη νιότη
κι έφτασε να πληρώσει την μοναξιά αυτού του τραπεζιού
καθώς συνεχίζω να πίνω την μπύρα μου
και να κοιτώ κάθε γενιά να σουλατσάρει αδιάφορα

ευγένεια είναι να πιάνεις το μαχαίρι από την μεριά που στο δίνουν
κι απλά να κόβεις το ψωμί

αν βέβαια το ψωμί γίνει κόκκινο ευγένεια είναι να ταΐσεις με αυτό
όλους όσους προσεύχονται για την σωτηρία τους

μερικές φορές η ήττα είναι αναγκαία. όχι τόσο για να επιβιώσεις
όσο για να κάνεις τους άλλους να σκάσουν από την ζήλεια τους

δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία
κι όμως είμαι σχεδόν σίγουρος πως ξέρω τι λένε

δεν θυμάμαι να έχω γνωρίσει όλους αυτούς τους ανθρώπους
κι όμως είμαι απόλυτα βέβαιος πως ξέρω τι λένε

φαίνεται πως χρειάζομαι ολοένα και λιγότερες αναμνήσεις
ίσως έτσι γνωρίσω ποιος πραγματικά είμαι και τι θέλω να πω

στις μοναξιές μας ισορροπεί ο κόσμος
στα βλέμματά μας τα ανέγγιχτα
στα χέρια μας τα κομμένα
στις πυρκαγιές και στις πλημμύρες
τόσων και τόσων ανέκφραστων συναισθημάτων

στην μοναξιά μου ισορροπώ και γω
διαφορετικά
θα είχα κιόλας γκρεμιστεί
στην κόλαση της αγάπης
όλων αυτών των καλών και τίμιων ανθρώπων

Με το φορητό κασετόφωνο μες στο κλουβάκι, ο φίλος μου κι εγώ, να ανεβοκατεβαίνουμε τους δρόμους στον Άγιο Θωμά, τέρμα γκάζια, ο hendrix να πριονίζει τα φρένα, ένα κουτάκι μπύρας να στριφογυρνά αδιάκοπα, να κυνηγάμε την Κατερίνα μετά από έναν ακόμη χωρισμό μας, μετά από κάμποσες ώρες χωρίς τα δεσμά της, σε κάποιο πάρτυ να βρίσκεται, κάπου εδώ τριγύρω, το φιλαράκι μου βουβό και φοβισμένο δίπλα μου, απογοητευμένο από την συθέμελη απελπισία μου, να τρέχω και να τρέχω, να σπάω στροφές και λακκούβες και να είμαι μόνος, ολομόναχος, μόνος στο σύμπαν, μόνος ρε, γιατί; Κάμποσα χρόνια μετά να ντρέπομαι τόσο πολύ για εκείνη την βραδιά. Τόσα κι άλλα τόσα χρόνια μετά να νιώθω τόσο υπερήφανος για το πόσο ειλικρινά μαλάκας έχω υπάρξει.

την επόμενη φορά δεν θα νιώθουμε άσχημα
την επόμενη φορά θα είμαστε πιο τυχεροί
την επόμενη φορά θα φοβόμαστε και μεις
την επόμενη φορά θα αγκαλιαστούμε από ανάγκη

ξαπλωμένη γυμνή στο δάσος
μάγισσες μικρά παιδιά φαντάσματα με γυρεύουν
βαρέθηκα να ζω στο ταβάνι
texas chainsaw massacre
they took my baby away from me
αγκαλιά με μια κομψή απουσία
ψυχολογικός καπνιστής
βάζω τα ψιλά στον κουμπαρά μου
ευελπιστώ να παραμείνω όμηρος για πάντα
να πέσω και γω μια φορά
από την σιδερένια γέφυρα στο φράγμα
περιμένοντας την καταστροφή
τον ορίζοντα των προαστίων
το αδιέξοδο στο τέλος του χωμάτινου δρόμου
μια αγκαλιά κορίτσια καλοκαίρι
ένα κρανίο που συνεχίζει να κλαίει
την μιζέρια ως από μηχανής θεό
την εποχή του κυνηγιού
ένα μήνυμα από το υπερπέραν
σεξ και τρόμο
να θυμηθώ να αδειάσω το σπίτι
από καρέκλες
να ανεβώ σε ένα ψηλό κλαδί
και να περιμένω την φωτιά
να μου γλύψει τον κώλο

είναι όλα λάθος
ο τρόπος που αναπνέουμε
ο τρόπος που μοιράζουμε
τα υπάρχοντά μας
το φεγγάρι στη γυάλα
τα παπούτσια, κυρίως, τα παπούτσια
αυτές οι τρύπιες βάρκες
της πλημμυρισμένης πολιτείας
τα στόματα που ξεφτίζουν
ζητώντας συγχώρεση
οι λάμπες του δρόμου
καθώς πυρπολούν την άγνοια
μίας σφοδρής σύγκρουσης
τα μάτια μας
είναι λάθος
όπως κινούνται σαν δάχτυλα
ψηλαφώντας το σκοτάδι
τα βιβλία, όλα αυτά τα βιβλία
που οδηγούν την ιστορία
στην πιο ακραία της επανάληψη
οι φωτογραφίες οικογενειών
ξεβρασμένων στον χρόνο
χαμένων μες στα αιώνια παγωμένα
χαμόγελά τους
είναι όλα λάθος
και κάθε φορά που το σκέφτομαι
λέω αυτό είναι λάθος
είμαι ένας τυχερός άνθρωπος
αλλά κι αυτό ακόμη είναι ένα τραγικό
και μοιραίο λάθος

δύο άνθρωποι ενώνονται από μία λεπτή διάφανη κλωστή
ο τρόπος που κινούνται, στέκονται, μιλάν ή σιωπούν
κάνει την κλωστή αυτή να είναι μια καλή αλληγορία για ένα σαχλό ποίημα
αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, δύο άνθρωποι που θα ενώνονταν από μία κλωστή
θα κατέληγαν, το πιο πιθανό, πνιγμένοι ταυτόχρονα και οι δύο
ή, τουλάχιστον, σέρνοντας ο ένας το πτώμα του άλλου, ο ποιο τυχερός;
μέχρι η γαμημένη κλωστή να σπάσει και να πα να γαμηθεί κι αυτός

Αν θέλεις μία εικόνα του μέλλοντος δεν αρκεί να φανταστείς μία μπότα
να συνθλίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο, για πάντα. Θα πρέπει να φανταστείς
πως τόσο αυτός που φοράει την μπότα όσο και το ανθρώπινο πρόσωπο που,
για πάντα, συνθλίβεται είστε ακριβώς το ίδιο.

Δεν βρέχει
Δεν χιονίζει
Δεν κάνει ζέστη
Δεν κάνει κρύο
Δεν κάνει τίποτα
Εμείς ευχαριστούμε
Ήταν υπέροχα
Ξεφτίλα άστεως
Είμαστε αιώνια υπόχρεοι

το αεράκι είναι ένας πολύτιμος φίλος
την ίδια στιγμή που με συναντά
την ίδια στιγμή έχουμε κιόλας αποχωριστεί

Βρισκόμαστε εδώ. Από κάτω μας απλώνεται η λήθη, αχανής και διάφανη, και ακριβώς πάνω από το ύψος της μεγαλύτερης σκιάς μας η αθανασία. Εμείς βρισκόμαστε εδώ, σε αυτό το ενδιάμεσο μέρος που, συνήθως, αποκαλείται ζωή. Θα έπρεπε κανείς να ζυγίζει όσο ένα φτερό και ταυτόχρονα να φυσάνε δυνατοί άνεμοι στην σωστή κατεύθυνση για να κατορθώσει να φτάσει από εδώ έως εκεί όπου τα πάντα μετουσιώνονται σε αλήθεια και φως. Η βαρύτητα ποτέ δεν παύει να εργάζεται για την ισορροπία των κόσμων. Όπως επίσης και η ακατανίκητη επιθυμία μας να καταβροχθίσουμε όσα και όσους περισσότερους μπορούμε, προκειμένου να διασφαλίσουμε την, κατά τα άλλα, βέβαιη, και συλλογική μας, κάθοδο στην ανυπαρξία.

κερδίζω θανάτους
μαθαίνω να αποδέχομαι τον εαυτό μου
κερδίζω έναν καλό και ήρεμο θάνατο
για μένα και μόνο
καθώς αυτός ο υπέροχος ήλιος τραγουδά
και το υπόλοιπο της ζωής μου
ακολουθεί τον προορισμό αυτής της στιγμής
όπως οι άνθρωποι είναι άνθρωποι
ανοίγει ο δρόμος
λιγότερο μοναχικός περισσότερο μόνος
μια τέλεια ευκαιρία
να κάνω τον γιο μου να γελάσει
να μάθει και να θυμάται
πόσο πραγματικά αστείοι είμαστε
και να που κερδίζω ένα παραπάνω λεπτό
ένα τέλειο λεπτό ακόμη
καθώς ο ήλιος γελάει κι αυτός
μαζί με μένα
σκάει στα γέλια
με τους θανάτους μας
και τις αληθινά υπέροχες ζωές μας
κι όλα καλά και ήσυχα χαμόγελα
κι η μπότα μπότα μπότα μπότα

Είναι αδιανόητο το πόσο εύκολα μιλάμε. Κανονικά θα έπρεπε μόνο να γράφουμε. Να μοιράζουμε σημειώματα μεταξύ μας. Ίσως έτσι αποκτούσαμε επιτέλους αυτό το πολυπόθητο και πανάρχαιο παρελθόν που κάποτε οι άνθρωποι κουβαλούσαν με περίσσεια ευκολία και ακλόνητη πίστη. Ο νεωτερισμός της αδιαφιλονίκητης και πανταχού παρούσας έμπνευσης έχει καταλύσει κάθε έννοια αξιοπρέπειας. Προπάντων για τον εαυτό μας. Το μυστικό γίνεται φιτίλι και η αρχή το όλον του παντός. Γρήγορες διακλαδώσεις ενός νου που μονάχα να παίρνει στροφές μπορεί. Η ευθεία έχει την αίσθηση της κατάρας. Ένας απρόσμενος προορισμός ενός εαυτού που δεν φανταζόμασταν ποτέ πως μας ανήκει. Το γράψιμο είναι μια καλή συντροφιά. Αν έχεις γνωρίσει ανθρώπους, αν τους αγάπησες και ακόμα καλύτερα αν τους έχασες μετά. Το γράψιμο είναι η αιώνια επιστροφή σε εκείνη την στιγμή ευτυχίας που αν κάποτε υπάρξει, και η αλήθεια είναι πως πάντοτε είναι εκεί, θα φέρνει και σένα, ξανά και ξανά, στο σημείο από όπου κάθε αποχαιρετισμός της θα είναι καταδικασμένος να αποτύχει. Το γράψιμο, λοιπόν, είναι η συνθηκολόγηση πως όσο ζεις μπορείς πάντα να επιστρέφεις, αφήνοντας κάτι λιγότερο από λίγα ψίχουλα, κάτω από ένα σμήνος πεινασμένων και αλλότριων πουλιών, στον δρόμο προς το πρόσφατο παρόν και κείνο το ανώτερο μέλλον μια καθολικής και απόλυτης τελείας.

Τελειωμένος. Το στόμα τσακισμένο από τα τσιγάρα, η μπύρα να φεύγει όπως έρχεται, δίχως αντίσταση καμία, δίχως το παραμικρό νόημα. Σε ένα κλείσιμο των ματιών να πέφτω ως την γέννησή μου κι αμέσως να βρίσκομαι ξανά με το κεφάλι ακουμπισμένο στην μπάρα, ανίκανος να υπερασπιστώ οποιοδήποτε βλέμμα συμπάθειας ή οίκτου. Η απόστασή μου από τους άλλους μεθύστακες μια παραπάνω αφορμή για να επενδύσω σε ένα ακόμα μπουκάλι, έναν ακόμη πνιγμό. Είναι αδύνατον να με φτάσουν πριν κατεβώ τόσο ώστε να παρασύρω κάθε ηλίθιο και στον δικό του θάνατο. Ψάχνω για μία λέξη. Θυμάμαι τις λέξεις σαν μία εικασία ενός προορισμού, ένα αλάνθαστο ψέμα για να προσποιείσαι πως ξέρεις να ζεις, να ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν όμοιός τους, ή ακόμα καλύτερα σαν κάποιος που μπορεί να τους πληγώσει αν θέλει, ή να τους αγαπήσει μέχρι σκασμού, δεν έχει σημασία, αλλά δεν θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο το μυαλό μου, η καρδιά μου ή το στομάχι μου συνθέτει αυτό το υλικό, το κάνει να ανασύρεται από τις σκονισμένες γωνίες και το προσφέρει σαν ικρίωμα στον κάθε ενδιαφερόμενο. Στέκομαι γυμνός, δίχως την παραμικρή φωνή μέσα μου, δίχως την ανάμνηση μιας μητέρας, δίχως την βέργα του πατέρα μου στα μπράτσα μου, δίχως τα χρόνια που σπαταλήθηκαν για να επιστρέψω εδώ, κοιτάω τις άκρες των παπουτσιών μου και το σκοτεινό πάτωμα και νιώθω μια δειλή και αδιόρατη ευγνωμοσύνη. Θα μπορούσα να είμαι νεκρός. Θα μπορούσα να είμαι ήδη νεκρός, ανάμεσα σε αυτές τις γνώριμες σκατόφατσες και όλα να είναι καλά. Να σηκωθώ σαν κύριος που θυμήθηκε πως μια γυναίκα τον περιμένει να έρθει στο σπίτι, να πληρώσω τον λογαριασμό μου και να εξαφανιστώ από προσώπου γης μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Μέχρι την επόμενη συνειδητοποίηση πως οι πρόβες πηγαίνουν όλο και καλύτερα και πως ήδη έχει αρχίσει να δημιουργείται μια φήμη γύρω από το όνομά μου. Μια κάποια ελπίδα από κοινό και κριτικούς πως ο φέρελπις ποιητής έχει πραγματικά κατορθώσει το αδιανόητο.

Πως πας στον πόλεμο, μωρό μου;
Η δασκάλα με ρώτησε
Πως πας στον πόλεμο, μωρό μου;
Κι εγώ την κοιτούσα
Κρατώντας ένα λευκό χαρτί
Αυτή εννοουσε πως δεν έχω μολύβι
Μικρέ ξεχασιαρη
Δεν έχεις μολύβι να γράψεις
Το αίμα ήδη κυλάει, το νιώθεις;
Οπότε η ερώτηση παραμένει
Πως πας στον πόλεμο, μωρό μου;
Που είναι το μολύβι σου;
Που είναι το τουφέκι σου, πολεμιστή;
Ποιοι ειναι οι σύντροφοί σου;
Ποιοι είναι οι εχθροί σου;
Πως πηγαίνεις σε αυτόν τον
γαμημένο πόλεμο, μωρό μου;
Θες να τρέξεις;
Να κρυφτείς μακριά;
Θες να γλυτώσεις;
Είσαι μαλάκας! Πολύ μαλάκας!
Ο πόλεμος είναι παντού
Ο πόλεμος είναι τα πάντα
Ο πόλεμος είσαι εσύ
Ο πόλεμος είναι ο καθένας μας
Οπότε το ερώτημα παραμένει το ίδιο
Μόνο αυτό έχει σημασία
Όλα εξαρτώνται από αυτό
Πως πας στον πόλεμο, μωρό μου;
Με μολυβάκι ξυσμένο επιμελώς;
Με τουφέκι και κράνος
ένα νούμερο μεγαλύτερο;
Με κατεβασμένα τα βρακιά, μήπως;
Με δύο σταυρούς στα τέσσερα χρόνια;
Όρθιος ή ξάπλα στον καναπέ;
Με απεργία ή αργία;
Με πορεία ή νηστεία;
Με αμάξι ή συγκοινωνία;
Με Αγγελάκα ή Ναυτία;
Με χημεία ή ανία;
Με σύμμαχο την μαλακία;
Βζζζζινγκ οι σφαίρες
Μπαμ μπουμ οι βόμπες
Ααααααααα οι κραυγές μας
Δεν έχει πλάκα και το ξέρεις
Κάθε φορά που κοιτάς
ή σε κοιτάνε
με αυτό το βλέμμα
της οικειοθελούς παράδοσης
Τα πράγματα είναι σοβαρά
Όσο νερό κι αν τρέξει
Η μπόχα δεν φεύγει
Η καταστροφή δεν λειαίνεται
Οι νεκροί δεν γυρίζουν
Μόναχα φεύγουν κι αυτοί
Προς τα πίσω ολοταχώς
Οπότε το ερώτημα παραμένει
Το ίδιο ξανά και ξανά
στον δρόμο, το σπίτι και την δουλειά
στο μπαρ και την πλατεία
σε κάθε σημείο από όπου στέκεσαι
για να κάνεις ένα βήμα ακόμα
έτοιμος να ζήσεις και πεθάνεις
να σκοτώσεις και να σκοτωθείς
Πως πας στον πόλεμο, μωρό μου;

Στο σχολείο, παλιά, η κλασική ατάκα της δασκάλας
όταν ομολογούσαμε πως δεν έχουμε μολύβι για να γράψουμε
ήταν: Βρε, θα πήγαινες στον πόλεμο χωρίς τουφέκι;
Από τότε, δυστυχώς, ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ
και μεις ακόμα ψάχνουμε για το μολύβι μας
το τουφέκι μας, τους συντρόφους μας, τους εχθρούς μας
για ένα κουδούνι στη στιγμή να μας σώσει από την βία και την ασχήμια
να ανοίξει η πόρτα να τρέξουμε μακριά πέρα απ’ τα σπίτια μας
μακριά πέρα απ’ τις πόλεις, μακριά απ’ όλα αυτά, μακριά ως τα πέρα πέρατα
και ξαφνικά τα χρόνια και τα βήματα λιγοστεύουν και μαζί τους κι ο κόσμος
όπου και να σταθείς, πια, ο πόλεμος θα σε βρει με οποιονδήποτε τρόπο.
Είμαστε ακόμα στην ίδια θέση, ίσως με την πλάτη στον τοίχο
και η ερώτηση εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας:
Πως πηγαίνεις στον πόλεμο, μωρό μου;