Το saxo ήταν εξίσου τρελό με μένα. Ίσως και περισσότερο. Μανουριασμένο με την περιπέτεια. Αυτό το ίδιο με παρότρυνε τις πιο πολλές φορές να το τερματίσω. Στην λεωφόρο Αθηνών-Πατρών, στα κατσάβραχα του Αράκυνθου, σε όλες τις απομακρυσμένες ερημιές που το έστηνα για να περάσουμε καλά. Κουβαλούσε τα πάντα και τους πάντες και δεν χόρταινε με τίποτα. Το κακομεταχειριζόμουν δίχως ίχνος ενοχής κι αυτό καύλωνε κι άλλο. Αυτοκτονικό αμάξι. Στο τέλος είχε φλιπάρει. Δεν ήξερε ούτε τι έλεγε, ούτε τι έφτιαχνε. Το άφησα κάτω από το σπίτι και έφυγα διακοπές. Το βρήκανε διαλυμένο από ένα αμάξι που ανέβηκε τον δρόμο ανάποδα και έσκασε πάνω του. Το πήραν για μπάζα.

Το corsa ήταν πάντα σιωπηλό. Άργησα να καταλάβω πως έπασχε από επιλεκτική αλαλία. Μάταια του ζητούσα να πει τίποτα ή να εκδηλώσει κάποια διάθεση πέραν των αναμενόμενων. Πιστό όμως. Δεν λυπόταν ούτε και χαιρόταν. Κρατούσε την πορεία και συνέχιζε μέχρι να φτάσει εκεί που έπρεπε. Σιγά σιγά το αποδέχτηκα ως ένα οποιοδήποτε τιμόνι αρκεί να κάνει την δουλειά του. Το λυπάμαι ακόμη.

Το meriva φάνηκε από την αρχή πως είχε κουραστεί από τη ζωή του. Ήθελε κάποια χιλιόμετρα ακόμη αλλά δεν θα το πείραζε να μείνει όσο ακόμα χρειάζονταν μέσα στη μάντρα κι από εκεί πίσω στο εργοστάσιο. Είχε δει τον κόσμο και ήξερε πως δεν είχα τίποτα να του προσφέρω. Για λίγο κάπως το κέρδισα με τις μουσικές αλλά η καρδιά του άνηκε άλλου. Αγωνιώντας να μην προδώσει τον έρωτά του άρχισε από την αρχή να ξεψυχά. Θα το έστελνα στο διάολο αλλά το έχω ακόμα ανάγκη.

2 σκέψεις σχετικά με το “

Σχόλια