Πόσο μου έλειψε ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης
Να πάρω τον Φόρη, τον Θανάση, τον Μπιλ
Να ζητήσω συγνώμη και να πεθάνω
Να τους παρακαλέσω να με επαναφέρουν στην ζωή
Κι αυτοί να μου πουν ξεκόλλα, μην σε νοιάζει
Είναι αργά και όλοι κοιμόμαστε βαθιά
Το όνειρο θα ναι πικρό μα θα μας ανταμείψει
Κοιμήσου ρε μαλακά παπ
Κι άστα να παν να γαμήθουν σαν τους ταιριάζει
Κοιμήσου ρε κι αύριο θα πάμε βολτούλα
Να δούμε τον ήλιο και τις θάλασσες
Είχα τόσα ωραία πράγματα και συ μου τα χάλασες

Αντί να φάω καπνίζω
Αντί να κάνω μπάνιο
καπνίζω περισσότερο
Όταν περπατήσω
κρατώ τα τσιγάρα σφιχτά
και φτάνω στο μπαρ
για να πιώ
και να καπνίσω λίγο ακόμη
Δεν προφταίνω να σε φιλήσω
γιατί πάντα καπνίζω
Αυτό δεν μας εμποδίζει βέβαια
να αγαπηθούμε σφοδρά
Καπνίζω και συνέχιζω
να καπνίζω μέχρι να κοιμηθώ
Καμιά φορά ξυπνάω
για να κάνω δυο τσιγάρα
Κάποιος κάποτε με ρώτησε
γιατί καπνίζω, αν μου αρέσει κτλ
Πρέπει να είσαι ηλίθιος
για να κοιτάς τον καπνό
και να μην βλέπεις την φωτιά
Σαν να πιστεύεις πως η ποίηση
θα σώσει τον κόσμο
Ή σαν να νομίζεις πως ο άνθρωπος
είναι όντως μια ικανοποιητική απάντηση

Τι πιο θλιβερό από κείνο το πιόνι
που διασχίζοντας τις γραμμές του εχθρού
φτάνει στο τέλος του κόσμου του
και το μόνο που μπορεί να κάνει πια
είναι να αναβαθμιστεί
σε ένα ισχυρότερο εργαλείο πολέμου.
Κοιτώντας πίσω για πρώτη φορά
μπορεί πλέον να δει καθαρότερα
τις άδειες πόλεις, τον πόνο και την συμφορά
τον θάνατο να πλημμυρίζει την σκακιέρα.
Είναι βέβαιο πως σε λίγες ακόμα κινήσεις
ένας βασιλιάς θα πέσει ή απλά
το παιχνίδι θα τερματιστεί
μέσα στην απόλυτη ερημιά του τοπίου.

Είμαστε όλοι μόνοι μας.
Μπροστά είναι ένας πόλεμος που δεν μας αφορά.
Πίσω μια ηλικία που δεν ήρθε ποτέ.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε
είναι να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε
μέχρι το αίμα να μας πνίψει.
Οι φίλοι μου φροντίζουν να παραμείνω αστέρι.
Εκείνο το φωτεινό απόμακρο σημάδι
μιας αιωνιότητας που έχει αργήσει χαρακτηριστικά.

Κι όμως έπιασε. Θυμάμαι μια ζωή να προτρέπω φίλους και γνωστούς, υπαλλήλους και αφεντικά, οποιονδήποτε καθόταν δίπλα μου στο αμάξι, να μην πετάνε τσιγάρα και σκουπίδια από το παράθυρο. Τι μαλάκα με έχουν πει, τι φλώρο, τι γραφικό κι άλλα πολλά κι ωραία. Για την πάρτη μου το τηρώ με ευλάβεια. Ούτε ψίχα έξω από το παράθυρο. Μέχρι που σήμερα βγαίνοντας με το αμάξι για να αγοράσω τσιγάρα έκανα μια γύρα παραπάνω κι είδα ξανά και έπηξα με την αηδία που ζούμε, με την ανευθυνότητα και την ευκολία με την οποία κάνουμε ο ένας στον άλλον το κακό. Έτσι, είπα να το δοκιμάσω και λίγο πριν χτυπήσει το φίλτρο το πέταξα. Απαλά και ανυποψίαστα. Και έπιασε. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται, αλλά όχι με την αγωνία της επιβίωσης αλλά με την θέρμη ενός κυνηγού που γεύεται το αίμα του σκοτωμένου ζώου. Με την αγαλλίαση του νυχιού που μπήγεται μες στον μεγάλο καταραμένο εχθρό. Να πάτε να γαμηθείτε λοιπόν κι εσείς κι οι πόλεις σας κι οι γειτονιές σας και τα μπουρδέλα τα κλουβιά που έχετε για σπίτια. Αν μπορούσα θα σας το έχωνα κατευθείαν μέσα στο στόμα. Μπορεί και να το ξανακάνω.

Ο Μιχάλης Σ. ήταν 19 χρονών. Είχαμε έξοδο την Κυριακή και κατεβήκαμε στην πόλη του νησιού για να δούμε το ντέρμπι. Χειμωνιάτικο απόγευμα μέσα στις γυάλινες προθήκες μιας καφετέριας. Σαν Κ.Ψ.Μ. με πολιτικά. Λίγοι βρίσκαν κάποιο ενδιαφέρον στην στιγμή. Οι περισσότεροι κοιτάζαμε τον διαιτητή μήπως και σφυρίξει την λήξη νωρίτερα να πάμε να χωθούμε μες στις κουκέτες πριν το νούμερο. Στον γυρισμό έμεινα με τον πιτσιρικά συνοδηγό για μια ώρα δρόμο. Τι κι αν του αράδιαζα φιλοσοφία και μαλακίες δεν έλεγε κουβέντα. Λίγο πριν φτάσουμε μου είπε πως χώρισε με την κοπέλα του και πως είναι στενοχωρημένος. Στην δεκαετία που μας χώριζε ηλικιακά βρήκα τον χώρο να του πω δυο τρία υποστηρικτικά λόγια και τα κλασικά περί της ζωής μπροστά του. Μετά από δυο μέρες αρρώστησα και με πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί μες στην βουβαμάρα ενός εγκαταλειμμένου και έρημου τοπίου κι αφού πέρασα ολομόναχος το χειρότερο συναίσθημα απόγνωσης και εγκατάλειψης που έχω βιώσει ποτέ μου ξαναγύρισα στο στρατόπεδο. Ανυπομονούσα να βρω τις μαλακισμένες φάτσες των άλλων και να ξανασιχαθώ την ζωή μου. Μπαίνοντας μου παν πως ο Μιχάλης κρεμάστηκε από ένα δέντρο την προηγούμενη νύχτα. Για μια ακόμα φορά στην είδηση ενός νεκρού έψαχνα να βρω ποιος είναι. Δεν υπήρξε κάποια αναστάτωση παρά μια γενική κατήφεια. Σε λίγες μέρες είχε έρθει η άνοιξη και όλα ήταν πιότερο υποφερτά.

συμβουλές για νεοσύλλεκτους

Καλή σημασία
Καλή ανοχή
Καλή σωβρακίλα
Καλή παραφορά
Καλή εμετίλα
Καλή συμφορά
Καλή προβατίλα
Καλή εθελούσια
Καλή πίσσα
Καλή λύσσα
Καλή ενοχή
Καλή πτώση
Καλή νύστα
Καλή προσοχή
Καλή αστοχία
Καλή μαλακία
Καλή ατροφία
Καλή κουβέρτα
Καλή σιωπή
Καλή μοναξιά
Καλή αδιαφορία
Καλή αηδία
Καλή ονείρωξη
Καλή σαπίλα
Καλή εθνοκάθαρση
Καλή ξεφτίλα
Καλή στοίχιση
Καλή απορύθμιση
Καλή στάχτη
Καλή φαλάκρα
Καλή λεπίδα
Καλή συνταγή
Καλή φυλακή
Καλή διάγνωση
Καλή μπέκρα
Καλή μαστούρα
Καλή κρυψώνα
Καλή υποταγή
Καλή υποδούλωση
Καλή μαντραπήδα
Καλή εξαφάνιση
Καλό γιώτα

Το saxo ήταν εξίσου τρελό με μένα. Ίσως και περισσότερο. Μανουριασμένο με την περιπέτεια. Αυτό το ίδιο με παρότρυνε τις πιο πολλές φορές να το τερματίσω. Στην λεωφόρο Αθηνών-Πατρών, στα κατσάβραχα του Αράκυνθου, σε όλες τις απομακρυσμένες ερημιές που το έστηνα για να περάσουμε καλά. Κουβαλούσε τα πάντα και τους πάντες και δεν χόρταινε με τίποτα. Το κακομεταχειριζόμουν δίχως ίχνος ενοχής κι αυτό καύλωνε κι άλλο. Αυτοκτονικό αμάξι. Στο τέλος είχε φλιπάρει. Δεν ήξερε ούτε τι έλεγε, ούτε τι έφτιαχνε. Το άφησα κάτω από το σπίτι και έφυγα διακοπές. Το βρήκανε διαλυμένο από ένα αμάξι που ανέβηκε τον δρόμο ανάποδα και έσκασε πάνω του. Το πήραν για μπάζα.

Το corsa ήταν πάντα σιωπηλό. Άργησα να καταλάβω πως έπασχε από επιλεκτική αλαλία. Μάταια του ζητούσα να πει τίποτα ή να εκδηλώσει κάποια διάθεση πέραν των αναμενόμενων. Πιστό όμως. Δεν λυπόταν ούτε και χαιρόταν. Κρατούσε την πορεία και συνέχιζε μέχρι να φτάσει εκεί που έπρεπε. Σιγά σιγά το αποδέχτηκα ως ένα οποιοδήποτε τιμόνι αρκεί να κάνει την δουλειά του. Το λυπάμαι ακόμη.

Το meriva φάνηκε από την αρχή πως είχε κουραστεί από τη ζωή του. Ήθελε κάποια χιλιόμετρα ακόμη αλλά δεν θα το πείραζε να μείνει όσο ακόμα χρειάζονταν μέσα στη μάντρα κι από εκεί πίσω στο εργοστάσιο. Είχε δει τον κόσμο και ήξερε πως δεν είχα τίποτα να του προσφέρω. Για λίγο κάπως το κέρδισα με τις μουσικές αλλά η καρδιά του άνηκε άλλου. Αγωνιώντας να μην προδώσει τον έρωτά του άρχισε από την αρχή να ξεψυχά. Θα το έστελνα στο διάολο αλλά το έχω ακόμα ανάγκη.

Λίγο πριν καταπέσει ο πατέρας μου και απομείνει ένα τεράστιο και δικαιολογημένο κομμάτι οίκτου στην οικογενειακή μας ζωή μου ζήτησε να σεβαστώ μία του επιθυμία για όταν πια δεν θα μπορούσα να ανακαλέσω το χρώμα των ματιών του. Καθόμασταν στο πίσω μέρος του εξοχικού μας στην Λευκάδα. Μοιραζόμασταν ένα ουζάκι. Μου ζήτησε, λοιπόν, όταν πια θα είναι νεκρός και δεν θα μπορεί να το αναλάβει ο ίδιος να έχω το νου μου και να προσέχω και να επισκευάζω τα μπεκάκια, τα αυτόματα μηχανάκια ποτίσματος που βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και είναι υπεύθυνα για την καλοζωία του γκαζόν. Φυσικά κι έχω σεβαστεί την επιθυμία του. Παρόλο που είναι βιδωμένος στο αναπηρικό του κρεβάτι δεν έχω καμία έγνοια για τα μπεκάκια. Είναι κάτι με το οποίο ασχολούνται η μητέρα μου και η σύζυγός μου. Όταν κάποτε πεθάνει ο πατέρας απορώ αν θα ενδιαφερθώ πραγματικά για την λειτουργία τους. Παρόλα αυτά, απόψε, στην τελευταία μου νύχτα, ευελπιστώ, αποκλεισμένος μακριά από τον γιό μου αυτό που σκέφτηκα είναι πως θα επιθυμούσα κάποτε να έρθει η στιγμή να του ζητήσω και εγώ μια αντίστοιχη χάρη. Αν είναι δυνατόν ακόμη πιο αστεία από αυτή που μου ανατέθηκε από τον δικό μου μπαμπά.

Έσπασα την καρδιά μου
Και την ήπια με πενηντάευρο
Για σένα μωρή πουτάνα εξουσία
Να με έχεις δούλο και τρελό
Να με γαμάς και να γελάω
Το ξέρεις και το ξέρω
Μωρή σκύλα αχόρταγη
Πως μετά από τόσα γαμήσια
Μου ανήκεις