Κυρτή σιωπή χαλύβδωνε το μπράτσο μου στην μπάρα. Ήταν μεσάνυχτα κι ήμουνα μόρτης. Κάποιος έπρεπε να ανταλλάξει την ανθρωπότητα με ένα καλό μεθύσι. Οι προσφορές έδιναν και έπαιρναν τον ίδιο πάντα οίκτο. Κάποιος έπρεπε να παραγγείλει την απόλυτη καταδίκη όλων μας. Ήμουνα σίγουρος πως είχα το σάλιο για κάτι τέτοιο. Σε πλησίασα και σου ζήτησα να γδυθείς. Με υπάκουσες δίχως ανάσα και στάθηκες μπροστά μου. Γράπωσα το μπουκάλι από τον λαιμό, το έσπασα με μιας κι ότι απέμεινε από αυτό, σαν ιερό, σαν φλόγα, το έμπηξα με δύναμη στον λαιμό σου. Το αίμα πρόθυμα κύλησε και συνέχισε να κυλά, εξίσου άπληστα και με λαχτάρα, ακόμα κι όταν πια τα πάντα είχαν χαθεί μέσα στο κόκκινο.

Για τι ακριβώς θέλεις να μιλάει; Εδώ το σελοφάν σκίζεται μα παραμένεις άκαπνος. Ή το ίδιο βαριεστημένος όπως μετά το κλασικό συναίσθημα Τεταρτιάτικης ευγνωμοσύνης. Μια βάρκα καταμεσής του πελάγους δεν αποσκοπεί παρά να διευρύνει τον ορίζοντα της απελπισίας σου. Κι ένα βουνό χρησιμεύει για να πηδήξεις από την βάρκα και να προσπαθήσεις να πνιγείς. Έπειτα είναι τόσες οι φωνές που θα μπορούσες να χρησιμοποιείς που κανένας καθρέπτης δεν θα στέρευε από νερό, μα ποιος προτίμησε τα πλούτη από την δόξα. Πλήκτρο το πλήκτρο συμμαζεύεται η απορία, κρυσταλλώνεται στο δεκάλεπτο του ντους, άντε και στο πλύσιμο των δοντιών και πάλι καλά που υπάρχουν οι γιατροί για να μας πείθουν για την ματαιότητα των ζωγράφων. Ακόμα όμως να απαντήσεις. Για τι ακριβώς θα ήθελες να μιλάει; Ή ποιο δάχτυλο θα προτιμούσες να πιπιλάει; Ερωτικά και απείθαρχα, με μικρές δαγκωματιές στο νύχι, στην άκρη του και στη βάση του, να ψιθυρίζει το σιρόπι και να χύνεται ως τον καρπό, να γέρνει από δεξιά κι από αριστερά, να λιγοθυμά το δάχτυλο, να χάνεται για πάντα, να μην μπορεί να δείξει, ούτε να ξύσει, ούτε να κρατήσει ένα ήλιο εκεί ψηλά, να έχουν να λένε οι άνθρωποι πως ήταν δάχτυλο και όχι πιγκουίνος. Από την άλλη όλο λες πως μια βαθιά αλληλεγγύη θα έστρωνε τον ουρανό ολάκερο στα πιάτα μας, μα και πάλι ποιος τόλμησε να σβήσει το όνομά του από τα σύννεφα.

 

 

 

σε Φόρη και Κραχ

Το χέρι χέρι των φίλων άνηκε εξ ολοκλήρου στον ήλιο καθώς ο ένας πετούσε πάνω απ’ τον βράχο στην ακροθαλασσιά κι ο άλλος σημάδευε από κει όλους εμάς πίσω απ’ την κάμερα με κάτι μεγαλύτερο από χαμόγελο, σπουδαιότερο από το σώμα ενός νεαρού άντρα καταμεσής Αυγούστου. Η φωτογραφία αυτή θα συνόδευε πλέον όλες τις εναπομείνασες προσπάθειες να μείνουμε για πάντα νέοι όπως το νέος είναι κάτι δίχως παρελθόν και μέλλον, δίχως αιτίες και αιτιατά, αλλά μονάχα η στιγμή, η απαστράπτουσα στιγμή της ευτυχίας μας καταμεσής όλης της ευτυχίας του να είμαστε εκεί την στιγμή αυτή. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς κάθε χαρούμενο σκυλί γοργά αποκτάει σπίτι, έτσι και εμείς βρεθήκαμε σχετικά εύκολα να κρατάμε προσωπικές σημειώσεις γύρω από την φύση των στιγμών που είχαν συσσωρευθεί και να διασταυρώνουμε αυτές τις σημειώσεις με όποιον μας πρόσφερε την έξοδο προς κάτι πιο σίγουρο από τον χρόνο. Δεν άργησε να συμφωνηθεί η λήξη του καλοκαιριού, έπειτα από κάμποσα συναπτά καλοκαίρια, γεγονός που ανακούφισε τους περισσότερους και μας ανάγκασε όλους να ψωνίσουμε κασκόλ και μπουφάν και γάντια, για αποφυγή οποιασδήποτε παρεξήγησης.

 

 

 

Είχα κάμποσες καλές ιστορίες κάπου μεταξύ της φήμης μου ως ψυχικά ασθενούς και της εκτίμησης των αφεντικών μου ως υπόδειγμα εργαζoμένου. Ίσως θα έπρεπε να δαπανώ περισσότερο χρόνο σε κεντρικές πλατείες ή πολυσύχναστα εμπορικά μαγαζιά. Ίσως έτσι πρόσθετα μια ατελέσφορη αίσθηση ψόγου στην ήδη περιχέουσα παρακμή. Σαν τους ήρωες αυτών των ιστοριών που αδημονούν να υπερθεματίσουν σχετικά με τον ρόλο της νύχτας σε αυτές, καθώς και για το κόστος των επιδέσμων που χρειάστηκαν για την φροντίδα του δεξιού χεριού του φεγγαριού μετά το κλείσιμο κάθε κεφαλαίου, μα είναι πράγματι πολύ νωρίς για οποιοδήποτε λυκόφως να ουρλιάξει τα άντερά του στα μούτρα μας. Συνεχίζουμε να αναπαράγουμε τα μυστικά που δεν αποκαλύφθηκαν ούτε στο ίδιο τους το χνώτο και ελπίζουμε σε κάμποσα τσιγάρα παραπάνω προκειμένου κάποιος να κουραστεί και να αναλάβει την ευθύνη της διάψευσής τους. Μέχρι τότε ίσως θα ήταν καλύτερα να μην σου τηλεφωνώ Κυριακάτικα ζητώντας σου να μου πεις ποιος είσαι.

 

Κουκούλα και πλάτη
Να στρίβω γωνίες
Αέναη μάχη
Περιπολίες
Το κέντρο ζυγώνει
Το αίμα θολώνει
Μαβιά Αντιγόνη
Το χώμα σου στρώνει
Η τρύπα απλώνει
Και σώνει

Πρέπει να είναι πιο σύντομο απ’ την αλήθεια και
πιο θαυματουργό από μια πέτρα στην ακροθαλασσιά.
Πρέπει να στέκει περήφανο ως ψεύτης
καταμεσής ενός ανίατου Αυγούστου.
Πρέπει να σου θυμίζει πως επέστρεψες ενώ
ακόμα δεν έχεις φύγει. Πρέπει να προσγειώνεται
με την περίφημη μέθοδο της ενατένισης
της καλλίγραμμης γάμπας στην ουρά του ταμείου.
Πρέπει να απαντά στον πρώτο τυχόντα με στοργή
πως καλύτερα θα ήταν να είναι αυτή η τελευταία
απάντηση της ζωής του καθώς έτσι αγαπητέ μου
ο κόσμος εξακολουθεί να είναι ένα καταπληκτικό μέρος
για να ανθίσουν οι εφιάλτες μας. Πρέπει ακόμα
να πείσει και σένα πως κάθε προσταγή είναι
το εισιτήριό σου για την λήθη.

Διαβάζω καθημερινά υπέροχα ποιήματα.
Μα δεν τα πιάνω.
Δεν προφταίνω μα διαβάζω κι άλλα.
Μα δεν τα βλέπω καν.
Έπειτα αρχίζω να τα σιγομουρμουράω.
Μα δεν έχουν καμία γεύση και το στομάχι μου γουργουρίζει.
Παίρνω να γράψω δυο στίχους δικούς μου.
Μα τίποτα δεν ακούγεται εκτός από το βουητό της μηχανής.
Όταν στο τέλος της μέρας το σκοτάδι κυκλώνει
αναρωτιέμαι αν αυτό που χάθηκε κάποτε θα επιστρέψει
κι αν τότε θα είμαι πράγματι ευτυχισμένος.

Μπορώ ακόμα να ξυπνάω παρθένα
με όλο το γαμήσι που ‘φαγα
να ναι απλά η σκιά
πίσω απ’ την καλημέρα μας.
Ξέρουμε κι οι δυο
πως εκεί ζούνε τέρατα.
Μην δίνεις σημασία.
Μονάχα κράτα τα μάτια σου μπροστά.

Κάτι σου λέει πως κάτι αρχίζει, για μια στιγμή το ίδιο αληθινό με ένα σκοτάδι γεμάτο εικόνες, την επόμενη ο χώρος που διαγράφεται ολόγυρά σου, το ίδιο αληθινός με κάθε επανάληψη αυτής της διαδικασίας. Ήδη προσπαθείς να πολλαπλασιάσεις την αίσθηση της αυτάρκειας που νιώθεις απλά με το να παραμένεις ακίνητος μες στα σκεπάσματα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μόνο και μόνο για να πειστείς πως σύντομα θα αδικήσεις τον εαυτό σου πετώντας τα από πάνω σου. Το ξυπνητήρι χτυπά δύο φορές καθώς σηκώνεσαι, η οθόνη του είναι μια ακατανόητη βρισιά από φως. Φοράς τις παντόφλες και νιώθεις την υπόσχεση της επιστροφής μέσα σε κάτι ζεστό και υγρό. Σαν το κάτουρό σου που πέφτει στην λεκάνη και το νερό στο πρόσωπό σου που καθρεπτίζεται κίτρινο κι αυτό κι απόμακρο όπως όλο το ωχρό φέγγος του μπάνιου. Ακούσια κυλάς πάνω στις κινήσεις της ετοιμασίας ενός τοστ με τυρί, με την αφή σου να αδυνατεί να καταλάβει τι πρόκειται να φαγωθεί και τι όχι, προετοιμάζοντας το στομάχι σου για κάθε ενδεχόμενο. Ρίχνεις τρεις κουταλιές καφέ στο ποτήρι, προσθέτεις νερό, τις χτυπάς, προσθέτεις τα παγάκια, λίγο νερό ακόμη, βάζεις το καλαμάκι και τραβάς γρήγορα την πρώτη ρουφηξιά. Συμφωνείς με τον εαυτό σου πως η ζωή έχει τα ζύγια της και μέχρι να καθίσεις στην πολυθρόνα και πάρεις την δεύτερη ρουφηξιά καφέ αρκείσαι στην παραδοχή πως ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο. Κοιτάς το ρολόι πάνω στο τζάκι και ξέρεις πως σε τρία λεπτά θα ξεκινήσεις να τρως το τοστ, σε οχτώ λεπτά θα έχεις καταπιεί και την τελευταία μπουκιά, σε δέκα λεπτά θα πλένεις τα δόντια σου, σε δεκαπέντε θα έχεις ήδη ντυθεί και θα ατμίζεις, περιμένοντας να περάσουν άλλα δύο λεπτά για να φορέσεις μπουφάν και παπούτσια και να κατεβείς στο αμάξι. Κι όντως το πρόγραμμα τρέχει ακριβώς έτσι, με ακρίβεια δευτερολέπτων, προβαρισμένο εδώ και μήνες, με την ίδια πάντα συνοχή. Μονάχα το κούρδισμά του αρχίζει να διαφαίνεται πως έχει σκληρύνει, στην τελευταία μπουκιά που πλέον μένει στο πιάτο, στον καθρέπτη που αποφεύγεις να κοιτάξεις καθώς βουρτσίζεις τα δόντια, στα παπούτσια που δένεις πρόχειρα, στην προσπάθειά σου να θυμηθείς αν σήμερα ξύπνησες ή όχι.

Πρωινές τσατσάρες.
Μεταμεσονύχτιοι επίδεσμοι.
Στο ενδιάμεσο φροντίζεις να μην καταλάβει κανείς πως δεν υπάρχεις.

Πρωινές τσατσάρες.
Μεταμεσονύχτια ξυραφάκια.
Στο ενδιάμεσο φροντίζεις να μην θυμάσαι πως δεν υπάρχει κανείς.